Μελέτησα το θέμα της γερμανικής ταυτότητας τον 19ο αιώνα, στα μάτια μου οικοδομήθηκε πάνω σε μία μάλλον ρηχή έννοια εθνικής ταυτότητας ως αποτέλεσμα της οικονομικής λογικής. Αυτό δημιουργούσε μία εγγενή αστάθεια, όταν η οικονομία κλονιζόταν. Ανάλογη βάση για την οικοδόμησή της έχει και η σύγχρονη Ευρώπη: οι άνθρωποι έπεισαν εαυτόν πως η Ευρώπη χρειαζόταν προκειμένου να παράγει μεγαλύτερες οικονομικές ευκαιρίες. Οταν αυτή η επιτυχία δεν γίνεται πραγματικότητα, ή όταν μοιάζει να απειλείται από μία εισροή μεταναστών, το αποτέλεσμα είναι μία ανάλογη διάλυση και μία ευρέως διαδεδομένη στροφή προς τις υποτιθέμενες αλήθειες και τις αξίες του παραδοσιακού έθνους κράτους. Βλέπουμε ακριβώς αυτή την εξέλιξη στη σημερινή Γερμανία, παρότι η γερμανική οικονομική θέση μοιάζει πολύ ισχυρή, τουλάχιστον επί του παρόντος.
«Ο παραλογισμός έχει γίνει μεταδοτικός»
Η οικονομική ανασφάλεια και η δυσπραγία πείθουν τους πολίτες πως οποιοδήποτε καθεστώς πρέπει να είναι καλύτερο από το σημερινό∙ τα δημοψηφίσματα είναι επικίνδυνα, ιδιαίτερα όταν το εκλογικό σώμα έχει μικρή εμπειρία από αυτά∙ η πρόωρη διάλυση ενός Κοινοβουλίου, όταν δεν το απαιτεί ο νόμος, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, επικίνδυνη∙ τα Συντάγματα δεν προστατεύουν απαραίτητα το σύστημα∙μια πολιτική κουλτούρα στην οποία οι ηγέτες δαιμονοποιούν τους αντιπάλους διαβρώνει τη δημοκρατία: είναι κάποια από τα Μαθήματα της Βαϊμάρης που υπενθύμιζε προ δύο μηνών ο Χάρολντ Τζέιμς, καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, σε ένα άρθρο του στο Project Syndicate που αναδημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ». Και όχι τυχαία: ο βρετανός ιστορικός και συγγραφέας, που έχει εντρυφήσει στη γερμανική οικονομική ιστορία και την παγκοσμιοποίηση, ανήκει ξεκάθαρα σε εκείνους που κρούουν κώδωνα κινδύνου. Οχι φαταλιστικά, το ακριβώς αντίθετο. Επειδή ως ιστορικός γνωρίζει καλά πως τίποτα δεν είναι γραμμένο εκ των προτέρων.
Κύριε καθηγητά, πρέπει να είναι κανείς τυφλός, αθεράπευτα αισιόδοξος ή σε κατάσταση άρνησης για να μη βλέπει τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται. Εσείς ο ίδιος γράψατε πρόσφατα ένα άρθρο με τίτλο «Δέκα Μαθήματα της Βαϊμάρης». Ζούμε λοιπόν μια από αυτές τις στιγμές που η Ιστορία έχει σημειώσει ως προάγγελους τραγωδιών;
Ζούμε πράγματι σε μία πολύ επικίνδυνη εποχή, κατά την οποία η παράλογη συμπεριφορά είναι μεταδοτική: όταν έχεις να κάνεις με έναν τρελό, συχνά αποκτάς ένα πλεονέκτημα παίζοντας και εσύ ο ίδιος τον τρελό. Αυτό καθιστά την ορθολογική συζήτηση δύσκολη, και ο συμβιβασμός γίνεται σημάδι αδυναμίας.
Παρότι αναγνωρίζει «εντυπωσιακές ομοιότητες» με τη δεκαετία του 1930, ο σπουδαίος αμερικανός ιστορικός Ρόμπερτ Πάξτον θεωρεί πως οι διαφορές υπερτερούν: «Δεν υπάρχει κανένας διεθνής πρωταγωνιστής συγκρίσιμος με τον Χίτλερ σήμερα», λέει. Οταν τον ρωτούν δε για τον Ντόναλντ Τραμπ, απαντά το εξής: «Μοναδική του προτεραιότητα μοιάζει να είναι o αυτοδοξασμός του. Ισως αυτή η φυσική του νωθρότητα να είναι η σωτηρία μας». Συμφωνείτε με αυτή την άποψη;
Ο Χίτλερ ήταν προφανώς μοναδικά καταστροφικός, σε μία κλίμακα που δεν είχε προηγούμενο. Και ούτε στον σύγχρονο κόσμο υπάρχει κάτι ανάλογο, πρέπει όμως να θυμάστε πως πολλοί πόλεμοι ξέσπασαν ως αποτέλεσμα ενεργειών από ηγέτες πολύ πιο λογικούς από ό,τι ήταν ο Χίτλερ. Και δεν θα συμφωνούσα με την άποψη ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι νωθρός: είναι νευρικός και παρορμητικός. Είναι επίσης αρκετά ανόητος ώστε να πιστεύει πως η μεταρρύθμιση της παγκόσμιας εμπορικής πολιτικής απαιτεί εμπορικούς πολέμους με τους συμμάχους των ΗΠΑ, με τον Καναδά ή την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ας δοκιμάσουμε μια άλλη θεωρία: δεν ξαναζούμε τη δεκαετία του 1930, βρισκόμαστε στην πραγματικότητα στις παραμονές του 1914, τότε που οι μεγάλες δυνάμεις προχωρούσαν προς τον πόλεμο σαν «υπνοβάτες» –μία λέξη που χρησιμοποιεί, άλλωστε, συχνά ο Εμανουέλ Μακρόν. Μήπως τελικά υπνοβατούμε προς ακόμη έναν μεγάλο πόλεμο; Και αν ισχύει αυτό, βλέπετε κανέναν να κάνει ό,τι πρέπει να γίνει για να «ξυπνήσουμε»;
Ο κίνδυνος ενός πολέμου έχει πράγματι αυξηθεί, όχι όμως μόνο λόγω των προσωπικοτήτων και των εντάσεων που καταλήγουν στην πολιτική την επομένη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε μία ξεκάθαρη αρχή αποτροπής, βασισμένη στην αρχή της αμοιβαίως εγγυημένης καταστροφής. Μία από τις συνέπειες της μετατόπισης προς τα τακτικά πυρηνικά όπλα πεδίου μάχης, είναι πως τα όρια ανάμεσα στον συμβατικό και τον πυρηνικό πόλεμο έχουν γίνει θολά. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το κατά πόσο θα κλιμακωθεί ή όχι μια διαμάχη. Αυτό αυξάνει ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο.
Μία τελευταία ερώτηση: έχετε μελετήσει και γράψει εκτενώς για τη σύγχρονη γερμανική ιστορία και την εξέλιξη της γερμανικής ταυτότητας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε μία «οικονομική ταυτότητα». Πώς αλληλεπιδρά ή επηρεάζει την εξέλιξη αυτή το μεταναστευτικό ζήτημα, κατά την άποψή σας;