Οι παιδικές, οικογενειακές, κυριακάτικες εξορμήσεις μας είχαν απώτερο σκοπό το… τάισμα πτηνών. Πρώτα πηγαίναμε στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη για να ταΐσω τα περιστέρια και μετά, γραμμή στον Εθνικό Κήπο για να ταΐσω τις πάπιες. Φαντάζομαι ότι επρόκειτο για ένα αυτοσχέδιο ψυχαγωγικοεκπαιδευτικό πρόγραμμα των γονιών μου που με εξοικείωνε ταυτόχρονα με τη σημασία της προσφοράς και της δοτικότητας, αλλά και με τα ζώα. Πίστευα όμως ότι ήταν μια προσωπική αναφορά. Μέχρι που πριν από λίγες ημέρες το έλεγα στο γραφείο. Είδα τότε αρκετά κεφάλια συναδέλφων να σηκώνονται και, κάπως έτσι, αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε αναμνήσεις για το πώς ταΐζαμε τις πάπιες στον Κήπο. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ανακαλύπτεις ότι με ανθρώπους που έχετε μεγαλώσει σε άλλες εποχές και άλλες γειτονιές σάς συνδέει ένας κοινός τόπος, μια κοινή παιδική «πατρίδα».

Βέβαια, οι νεαροί συνάδελφοι, όταν ήταν παιδιά, κάπου αλλού τάιζαν πάπιες, αφού ο Κήπος από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε να μαραζώνει, παρόλο που τα βασικά χαρακτηριστικά του δεν αλλοιώθηκαν. Δεν αξιώθηκε ωστόσο να γίνει ποτέ ούτε Σέντραλ ούτε Χάιντ Παρκ, έστω και σε μικρογραφία. Μόνο τα σχολεία πήγαιναν συστηματικά και κάποιοι ρομαντικοί κι «ερωτευμένοι» με τις «αγκαλιές» αυτής της πόλης. Εμείς, όσο μεγαλώναμε, περνούσαμε βιαστικά μόνο και μόνο για να κόψουμε δρόμο. Κάποια στιγμή τον είδαμε με διαφορετικό μάτι μέσα από τον φακό του Γιώργου Πανουσόπουλου, στην ταινία «Μανία», αλλά ξεχάστηκε κι αυτό. Κι όμως, ο Εθνικός Κήπος ήταν μία από τις πρώτες προσπάθειες ώστε να γίνει η Αθήνα ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Εργο της βασίλισσας Αμαλίας, αποτελεί τον πρώτο διαμορφωμένο χώρο πρασίνου στην Ελλάδα. Για τη δημιουργία του μεταφέρθηκαν από το εξωτερικό χιλιάδες δέντρα και φυτά, πολλά από τα οποία δεν υπήρχαν μέχρι τότε στην Αττική. Και βέβαια, στις εκσκαφές κατά τη φύτευση ήρθαν στο φως πολλά ευρήματα, κυρίως ρωμαϊκά.

Σήμερα, με το Πεδίον του Αρεως στην κατάσταση που είναι, ο Εθνικός Κήπος, που το 2004 ανέλαβε τη διαχείρισή του ο Δήμος Αθηναίων, μας είναι πιο απαραίτητος από ποτέ. Για συμβολικούς και ουσιαστικούς λόγους. Και είναι πολύ ευχάριστο ότι περνάει σε μια νέα εποχή αναβάθμισης, αφού πριν από λίγες ημέρες υπογράφτηκε μεταξύ του Γιώργου Καμίνη και του υπουργού Οικονομικών, Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πατρίδας της Βαυαρίας μνημόνιο συνεργασίας για τη διατήρηση και συντήρησή του. Μέχρι να δούμε τα πρώτα αποτελέσματα, καιρός είναι να ξανανταμώσουμε (ή να γνωρίσουμε) αυτόν τον πανέμορφο χώρο, όχι μόνο ως παιδική ανάμνηση, αλλά ως ζωντανό οργανισμό. Και αν θέλουμε άλλοθι εποχής, «τρέχει» ο διαγωνισμός φωτογραφίας (και με κινητό) που γίνεται τέσσερις φορές τον χρόνο για να αναδειχθούν οι τέσσερις εποχές του Κήπου.

Ψηλά τακούνια

Η αρχή θεωρώ ότι έγινε από το «Sex and the City». Η εικόνα της Κάρι Μπράντσο να τρέχει στα πεζοδρόμια της Νέας Υόρκης με πανύψηλα Manolo Blahnik, στενή φούστα και ένα κινητό στο χέρι στοίχειωσε και στοιχειώνει μέχρι σήμερα τα στυλιστικά πρότυπα των «νεαρών» γυναικών όλων των ηλικιών (πάντα μια γυναίκα είναι νεαρή σε σχέση με κάποια άλλη). Μόνο που επρόκειτο περί τηλεόρασης. Και στην τηλεόραση τα πάντα είναι κομψά και χαριτωμένα. Ακόμη και αν παραπατούσε η Κάρι πάνω στα ψηλοτάκουνα, θα έμοιαζε με χορευτική κίνηση και θα συνέχιζε ακάθεκτη την πορεία της. Διότι το παραπάτημα θα ήταν στημένο, θα είχε γίνει πρόβα πολλές φορές, μη σας πω ότι οι σόλες των παπουτσιών θα είχαν και διάφορα «στερεωτικά υλικά». Μόνο που η ζωή δεν είναι τηλεόραση. Και η Αθήνα δεν είναι Νέα Υόρκη. Τα πεζοδρόμιά της είναι κακοτράχαλα και πολλοί δρόμοι της είναι κατηφορικοί. Και το θέαμα των γυναικών να προσπαθούν να ισορροπήσουν τα δωδεκάποντα σε σπασμένα πλακάκια ή να τα φρενάρουν στις κατηφόρες, μόνο σε κομψότητα δεν παραπέμπει. Τις συμπονώ καθώς βλέπω την αγωνία του ακροβάτη στο μάτι τους, την προσπάθειά τους να πιαστούν από το ρούχο του συνοδού τους (αν υπάρχει), τον πανικό στην προοπτική του σαβουρντίσματος.

Το τακούνι χαρίζει θηλυκότητα αν μπορείς να το περπατήσεις. Αν δεν μπορείς, το θέμα είναι, συμβολικά, θλιβερό. Και ουσιαστικά απαράδεκτο όταν οι γόβες στιλέτο μπαίνουν στο Ηρώδειο ή στην Επίδαυρο. Ναι, εξακολουθούν να πηγαίνουν κυρίες μεψηλοτάκουνα σε θέατρα που είναι συγχρόνως και αρχαιολογικοί χώροι. Και περιμένω τη στιγμή που κάποιος υπεύθυνος θα τις υποχρεώσει να τα βγάλουν στην είσοδο (η Κάρι, σε τέτοια περίπτωση, μια χαρά θα έμπαινε στο θέατρο ξυπόλητη).

Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια*

Οπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος ζούμε μια Αριστοφανιάδα. Ολο πάω να υπολογίσω πόσα έργα του Αριστοφάνη παίζονται αυτό το καλοκαίρι και όλο τσουπ! άλλο ένα εμφανίζεται. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί σε πολλές περιπτώσεις τα αριστοφανικά έργα πρέπει να ανεβαίνουν σαν επιθεωρήσεις Δελφινάριου. Σαφώς και το κωμικό στοιχείο θέλει μια επικαιροποίηση για να λειτουργήσει, αλλά όχι ο Αριστοφάνης να είναι, τελικά, μόνο η αφορμή. Και όσο βλέπω, η αφορμή γίνεται όλο και πιο ισχνή, για να μείνει, εν τέλει, μια μπαλαφάρα «ντυμένη» σε φτηνά σατέν.

*ο τίτλος είναι το μουσικό έργο του Σαββόπουλου

Αμάντα Μιχαλοπούλου

(συγγραφέας)

Τι να συμβαίνει

Στην Αθήνα μού αρέσουν τα βιβλιοπωλεία με άποψη και ταυτότητα –το Little Tree στο Κουκάκι, το Λεμόνι στο Θησείο, ο Μωβ Σκίουρος στην Πλατεία Καρύτση, οι Πλειάδες στη Σπύρου Μερκούρη, το Book Loft στην Πατριάρχου Ιωακείμ, το Επί Λέξει και το Free Thinking Zone. Και βέβαια η Πολιτεία (μας).

Τι να µη συµβαίνει

Δεν μου αρέσει που είναι τόσο ασυνήθιστη η ανάγνωση σε δημόσιους χώρους –σε πάρκα, παγκάκια, στάσεις λεωφορείων. Θα ήταν τόσο ωραίο να στρωνόμαστε στο γκαζόν μ’ ένα βιβλίο και να μην είναι αυτό παράξενο ή εξωπραγματικό.