Εικόνα πρώτη. Βεράντα σε γειτονιά της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης ή οποιασδήποτε ελληνικής πόλης. Βραδάκι. Γονείς σαράντα πέντε έως πενήντα χρονών, νέοι, βιολογικώς ακμαίοι στην εποχή μας. Κορίτσι στην προτελευταία τάξη του Λυκείου. Αγόρι τσακαλάκι του Δημοτικού. Τέντα λουλουδάτη, τραπέζι μπαμπού, πτυσσόμενες καρέκλες σκηνοθέτη, αγορασμένα όλα από πολυεθνική αλυσίδα φτηνών επίπλων. Η οικογένεια μασουλάει πίτσα. Εκείνος τη συνοδεύει με ουίσκι, εκείνη με κρασί μαζικής παραγωγής, πέντε ευρώ η φιάλη στο σουπερμάρκετ. Τα παιδιά πίνουν κόκα-κόλα. Μεγάλη τηλεόραση δεσπόζει στον χώρο. Μπαμπάς και γιος παρακολουθούν Μουντιάλ, εμψυχώνουν τους παίκτες, βλαστημάνε τον διαιτητή –ο μεγάλος με στεντόρεια φωνή, ο μικρός διστακτικά, μέσα από τα δόντια του. Η θυγατέρα είναι προσηλωμένη στο τάμπλετ της, σκρολάρει στο φέισμπουκ, καβλαντίζει διαδικτυακώς με έναν τύπο που έχει γνωρίσει προ μηνός σε ένα πάρτι κι έκτοτε δεν τον έχει ξανασυναντήσει. Η μάνα μιλάει στο κινητό της, κουτσομπολεύει αρειμανίως με την κολλητή της –«πιο σιγά, ρε Καίτη!» τής φωνάζει ο άντρας της. Ενοχλημένη κόβει ένα κομμάτι πίτσα και αποσύρεται στα ενδότερα του διαμερίσματος.

Εικόνα δεύτερη. Δυο φιλενάδες, τριανταπεντάρες, έχουν «αποδράσει» για τριήμερο στις Κυκλάδες –όχι βεβαίως στη Μύκονο, όπου ένα ποτό ισούται με μισό τους μεροκάματο, ούτε στη Σαντορίνη. Σε ένα πιο φιλικό προς τον μικρομεσαίο Ελληνα νησί. Εχουν νοικιάσει δίκλινο σε φτηνό πλην κεντρικότατο ξενοδοχείο. Στο μπάνιο η βρύση στάζει και τα σεντόνια είναι αμφισβητούμενης καθαρότητας, κάτω όμως απ’ τα πόδια τους, σε ακτίνα μισού χιλιομέτρου, οργιάζει η νυχτερινή ζωή. Πεντέξι μπαρ, δυο κλαμπ που τα τζάμια τους τρίζουν από τα ντεσιμπέλ, κάμποσες ταβέρνες –«είναι φρέσκο το ψάρι;», «φρεσκότατο!» απαντάει ο σερβιτόρος ως οφείλει. Με ντύσιμο επιμελώς ατημέλητο, μακιγιάζ κραυγαλέα διακριτικό, ντεκολτέ πολλά υποσχόμενα, οι φιλενάδες βγαίνουν στη ρούγα. Σκοπός τους να φλερτάρουν, ελπίδα τους να ερωτευτούν. Μα δεν το παραδέχονται ουδέ καν μεταξύ τους. Περιεργάζονται τους άντρες στα γύρω τραπέζια, τους σχολιάζουν δήθεν αφ’ υψηλού. «Οσοι δεν συνοδεύονται, δεν βλέπονται!» αποφαίνονται δηλητηριωδώς. Στο τρίτο ποτό, δυο τύποι επιτέλους τις πλησιάζουν. «Κορίτσια να κεράσουμε σφηνάκια;». Στον συνδυασμό ξυρισμένου κρανίου, βερμούδας και τατουάζ στη γάμπα και στον σβέρκο, η μία φιλενάδα ξινίζει. Η άλλη αποδεικνύεται πιο επιεικής, «ο επόμενος γύρος δικός μας» χαμογελάει. Τους ξεψαχνίζουν, λαδώνοντας τα δάκτυλά τους με τα τσιπς –ο ένας είναι χωρισμένος με παιδί, ο άλλος δηλώνει επιχειρηματίας με έδρα στην Κύπρο και συχνά ταξίδια στα Βαλκάνια. Οι κολλητοί προτείνουν αυτοκινητάδα για να θαυμάσουν την πανσέληνο σε έρημη παραλία. Οι φιλενάδες αποσύρονται στην τουαλέτα για να διασκεφθούν. «Και αν μας βγουν ανώμαλοι;» ανησυχεί η νοσηλεύτρια. «Σιγά τους ανώμαλους!» χαχανίζει μισομεθυσμένη η νηπιαγωγός. Η ετυμηγορία είναι θετική –ο χωρισμένος πετάγεται στο περίπτερο δήθεν για τσιγάρα, στην πραγματικότητα για προφυλακτικά. Εως τα Χριστούγεννα, ο επιχειρηματίας θα έχει μετακομίσει στο σπίτι τής νηπιαγωγού. Του Αγίου Βαλεντίνου θα τη ζητήσει σε γάμο. Θα της αποκαλύψει, με την ευκαιρία, ότι χρωστάει εκατό χιλιάρικα στην τράπεζα, «με έχουν διαβεβαιώσει για ευνοϊκή ρύθμιση» θα την καθησυχάσει…

Σκηνή τρίτη. Μεσάνυχτα σε παιδική χαρά. Εφηβοι πίνουν μπίρες, ανάβουν στριφτά ύποπτου περιεχομένου και κατεβάζουν τον καπνό ίσαμε τα φυλλοκάρδια. Τους έχει πιάσει λογοδιάρροια, κόβουν και ράβουν στην αργκό τους, γκρεμίζουνε τον κόσμο, ξεφτιλίζουν τους μεγάλους, γονείς, τηλεπερσόνες και δασκάλους. (Με τους πολιτικούς δεν καταδέχονται να ασχοληθούν.) Μόνο ο Αντεντοκούνμπο τη γλιτώνει. Ενα αγόρι βγάζει σπρέι και κάνει γκραφίτι στο γκρίζο μέταλλο της τσουλήθρας. Ενα κορίτσι κρύβεται πίσω από τους θάμνους για να κάνει τσίσα του –«έχει κανένας χαρτομάντιλο;» ρωτάει μετά, «μην τολμήσεις, Γιώργο, να ‘ρθεις –δώσ’ το στην Τζίνα να μου το φέρει!». Μετράει ο χοντρούλης της παρέας τα ψιλά του για να αγοράσει κρουασάν απ’ το περίπτερο –«μού λείπουν δεκαπέντε λεπτά, όποιος τα συμπληρώσει θα δαγκώσει μια μπουκιά». «Κάτι με δάγκωσε!» τσιρίζει το κορίτσι των θάμνων. Τρέχει ο Γιώργος κοντά της, ανάβει τον φακό του κινητού του, «δεν θα σου δείξω πού! –άσε με να σηκώσω το παντελόνι μου! –γύρνα απ’ την άλλη!». Ο Γιώργος επιμένει να την αγκαλιάζει. Φιλιούνται. Μια μηχανή μαρσάρει σαν να επιδοκιμάζει.

Ζωές.