Η άσκηση της προεδρίας της ΕΕ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018 από την άκρως συντηρητική κυβέρνηση της Αυστρίας δεν είναι ένα καλό νέο για την Ευρώπη, προειδοποιούσαν εδώ και μήνες οι περισσότερες διπλωματικές πηγές των Βρυξελλών. Και δεν είχαν άδικο. Εδώ και μερικές ημέρες είναι σαφές ότι η Αυστρία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ετοιμάζονται να αμφισβητήσουν στην πράξη την πρώτη και ίσως βασικότερη ελευθερία της ενωμένης Ευρώπης: την ελευθερία κίνησης των προσώπων που μαζί με τις ελευθερίες κίνησης αγαθών και κεφαλαίων αποτελούν της αγία τριάδα της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Αρωγός στο εγχείρημα εμφανίζεται να είναι και το συντηρητικότερο τμήμα της γερμανικής Δεξιάς, οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές που από κοινού με τον Βίκτορ Ορμπαν της Ουγγαρίας και σε αγαστή συνεργασία τόσο με τους πρωθυπουργούς των άλλων ανατολικών κρατών, όσο και με τον αυστριακό καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς, ετοιμάζονται να δημιουργήσουν κέντρα κράτησης προσφύγων και μεταναστών στα σύνορα τους, επαναφέροντας φυσικά τους εξονυχιστικούς ελέγχους των διερχομένων.
Με τις αντιλήψεις αυτές δεν διαφωνεί επί της ουσίας και ο βασικός εταίρος της κυβέρνησης συνεργασίας στην Ιταλία Ματέο Σαλβίνι. Πλην όμως αν εφαρμοστούν θα πλήξουν πρωτίστως την Ιταλία που είναι χώρα πρώτης εισόδου στην ΕΕ.
Αυτή που δείχνει να διαφωνεί πλήρως με τις αντιλήψεις αυτές και να παίρνει σαφείς αποστάσεις από τον Ορμπαν, προς μεγάλη ικανοποίηση των Βρυξελλών, είναι η Ανγκελα Μέρκελ. Από την άλλη όμως με τις αποστάσεις της Μέρκελ από τον ακροδεξιό Ορμπαν δεν συμφωνούν όλοι στην ευρωπαϊκή Δεξιά, κυρίως δε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στο οποίο συμμετέχουν τόσο ο Κουρτς όσο και ο Ορμπαν.
Με άλλα λόγια, οι απόψεις Μέρκελ δεν αποτελούν πλέον πολικές επιταγές στον χώρο της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς. Η άποψη που ωστόσο επικρατεί στις Βρυξέλλες και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι πως το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά επιχειρεί να επιβάλει την ατζέντα της εκμεταλλευόμενη μια προσφυγική κρίση, που όχι μόνο δεν βρίσκεται σε έξαρση, αλλά είναι και σε ραγδαία αποκλιμάκωση σε ό,τι αφορά τις αφίξεις προσφύγων και μεταναστών, δείχνει ότι το όλο εγχείρημα οφείλεται πρωτίστως σε ιδεολογικούς παράγοντες και όχι σε πραγματικές καταστάσεις και επείγουσες ανάγκες. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν άλλωστε και πολλοί ευρωπαίοι διπλωμάτες, που εσχάτως διαβάζουν κείμενα με προέλευση τα υπουργεία Εξωτερικών της Αυστρίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας κ.ά. τα οποία θυμίζουν περισσότερο μανιφέστα ακροδεξιών κομμάτων και λιγότερο διπλωματικά σημειώματα.
Την εικόνα αυτή προσπάθησε ώς έναν βαθμό να εξωραΐσει ο αυστριακός καγκελάριος κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε χθες από κοινού με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλον Γιούνκερ στη Βιέννη, με την ευκαιρία της καθιερωμένης επίσκεψης του Κολεγίου των Επιτρόπων στη χώρα που αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ.
Ο Σεμπάστιαν Κουρτς υπογράμμισε, με τη σύμφωνη γνώμη του Γιούνκερ, την ανάγκη να ενισχυθεί η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, κυρίως με την αναβάθμιση της Frontex, της οποίας το έμψυχο υλικό θα πρέπει από μερικές εκατοντάδες που είναι σήμερα να ανεβεί ώς το 2020 στα 10.000 άτομα.
Είπε δε ότι για να λειτουργήσει η Σένγκεν αναγκαία προϋπόθεση είναι η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων.
Ωστόσο και χθες, όπως και το προηγούμενο διάστημα, απέφυγε να απαντήσει αν η κυβέρνησή του προτίθεται να λάβει μέτρα με ελέγχους στα σύνορα και ανέφερε ότι εξετάζονται όλα τα ενδεχόμενα. Ειδικότερα δε στο ερώτημα αν η Αυστρία εξετάζει ως ενδεχόμενο να κλείσει τα σύνορα με την Ιταλία στην περιοχή του Μπρένερ, κάτι το οποίο θα είχε σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις και για τις δύο χώρες, ο αυστριακός καγκελάριος άφησε να εννοηθεί ότι τίποτα δεν αποκλείεται.
Παράλληλα, ο Κουρτς ανέφερε ότι η Αυστρία τάσσεται υπέρ των προγραμμάτων επανεγκατάστασης των προσφύγων και υπέρ όλων των νόμιμων οδών αποφυγής της μετανάστευσης από τρίτες χώρες προς την ΕΕ, «διότι είναι ένας τρόπος να καταπολεμηθεί το επιχειρηματικό μοντέλο των διακινητών».
Σχετικά, τέλος, με τις πλατφόρμες αποβίβασης υποστήριξε ότι υπάρχουν τρίτες χώρες που είναι έτοιμες να συνεργαστούν με την ΕΕ σε αυτό το ζήτημα, ωστόσο σημείωσε ότι πρέπει ακόμα να γίνουν συζητήσεις με τις χώρες αυτές.