Το καλό με τις εμφανίσεις των μεγάλων συγκροτημάτων, εκείνων που τόσο γοητεύουν τις νέες και τους νέους, ώστε για χάρη τους να εξοικονομήσουν (ή έστω να τσεπώσουν) τα σχεδόν εβδομήντα ευρώ του εισιτηρίου τους, είναι μεταξύ άλλων ότι λειτουργούν και σαν δείκτης συναυλιακών συμπεριφορών για τους μεν, καλλιτεχνικής ανταπόκρισης για τους δε: ένας μπούσουλας για το πού πάει το πράγμα πάνω και κάτω από τη σκηνή, για τη σχέση του νεανικού κοινού με τα είδωλά του. Στην περίπτωση λ.χ. των Arctic Monkeys, πριν καν η μπάντα λάβει θέσεις, τον τόνο έδιναν οι μετεφηβικές αισθητικές και ψυχαγωγικές επιλογές: οι selfies, οι φροντισμένες ενδυματολογικές επιλογές, τα ξεκαρδίσματα ή –κάθε φορά που κάτι σάλευε επί σκηνής –οι τσιρίδες. Αντικείμενο του πόθου τους, κάθε άλλο παρά σκοτεινό, ο Aλεξ Τέρνερ φυσικά, που από τη δική του μεριά αφενός έχει ήδη πατήσει τα 32 και αφετέρου, μάλλον απέχει από εκείνον τον άγουρο 20χρονο που το 2007 εμφανιζόταν στο Glastonbury με ένα κάπως αστείο 60’s κούρεμα, ένα φούτερ και μια πόζα μεταξύ αυτοπεποίθησης και αμηχανίας.
Την περασμένη Παρασκευή το βράδυ πάντως, στο Terra Vibe της Μαλακάσας, σε μια σκηνή ελαφρώς ρετρό, με ασπρόμαυρες οθόνες εκατέρωθεν και προβολείς βγαλμένους θεωρητικά από τη χρυσή εποχή του Μπρόντγουεϊ, ο Τέρνερ εμφανίστηκε εκπέμποντας ένα ορατό αλλά δικαιολογημένο τουπέ, φορώντας λευκό φανελάκι και γιλέκο, ιδανικό για τα τονωμένα μπράτσα και τη χρυσή καδένα του και, φυσικά, προκαλώντας στους περισσότερους από τους σχεδόν 20.000 θεατές (σύμφωνα με τους διοργανωτές), πανδαιμόνιο συναισθημάτων και κινητών τηλεφώνων. Δεν χρειάστηκε να χαιρετήσει καν ή να επιστρατεύσει τα κλισέ περί αδημονίας για την επίσκεψη στη χώρα που τον φιλοξενούσε, προκειμένου να συγκεντρώσει τα βλέμματα κυρίως πάνω του, παρ’ όλη την έξοχη, τεχνικά και «εμφανισιακά» στάση που θα τηρούσαν εξαρχής οι υπόλοιποι Monkeys. Η απουσία του πολυσχολιασμένου υπογενείου του ανδρός έγινε δεκτή θετικά, μα προφανώς ξεχάστηκε γρήγορα: αμέσως μετά το ευχάριστο αλλά απλώς εισαγωγικό «Four out of five», από το πρόσφατο «Tranquility Base & Hotel Casino», σειρά είχε η μπλαζέ ηδυπάθεια του «Do I wanna Know», με εκείνο το ριφ που ανασταίνει και νεκρούς.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Στο «Don’t sit down cause I’ve moved your chair», το λίκνισμα πήγαινε σύννεφο πάνω και κάτω από τη σκηνή. Το «Crying lightning» ταλαιπώρησε ευχάριστα τις φωνητικές χορδές τουλάχιστον μίας κορασίδας, ενώ το «Why’d you only call me when you’re high» αποδείχθηκε αποστηθισμένο από εντυπωσιακή στατιστικά μερίδα του κοινού, που έχανε τη συγκέντρωσή του μόνο στα νάζια του Τέρνερ. Το επιμελές χτένισμα της κώμης του στα «View from the afternoon» και «Cornerstone» είχε ανάλογο αντίκτυπο, όχι όμως ότι ο κόσμος δεν άκουγε προσεκτικότερα κομμάτια σαν το ομώνυμο του «Tranquility Base…» που βρήκε τον άνθρωπό μας καθισμένο στο πιάνο. Το τραγούδι προερχόταν από ένα δίσκο που λέγεται ότι γράφτηκε υπό την επήρεια του «8 ½» του Φελίνι και όπως κι εκείνος ο απόμακρος πρωταγωνιστής, έτσι κι ο Τέρνερ, ελάχιστα ανταποκρινόταν στις εκκλήσεις του ποιμνίου του: μόνο ένα «thank you» κατά τόπους, που μάλλον αρκούσε, αν σκεφτεί κανείς τον χαμό που προκάλεσαν στο «Pretty Visitors» η απέκδυση του γιλέκου του (συνοδεία σχετικής χορογραφίας), στο «RU Mine» η ένταση της μπάντας (που δεν αποκλείεται να παρέσυρε ακόμα και το προσωπικό) και στο «Star Treatment» η διάχυτη αίσθηση νοσταλγίας (που πυροδότησε χιλιάδες φωτάκια κινητών, κάνοντας και το κοινό να θαυμάσει το δημιούργημά του).
Κι όταν στο τέλος ακούστηκαν τα λόγια «παρακαλώ υποδεχθείτε τον κύριο Μάιλς Κέιν», που ώρες νωρίτερα είχε ανοίξει τη βραδιά μαζί με τους Coretheband, τους Get Well Soon και τους Alt-J, το κοινό επιβεβαίωνε ότι ο Τέρνερ, είτε απολάμβανε απενοχοποιημένα τη δημοτικότητά του είτε διατηρούσε λίγη από την αμηχανία εκείνου του άγουρου 20χρονου με το αστειούτσικο κούρεμα και το φούτερ, διέθετε ακόμα μπόλικη όρεξη για να μοιραστεί τη σκηνή με αυτούς που ονομάζει φίλους και που κάποτε βίωσε την εμπειρία της πρώτης εν Ελλάδι εμφάνισης, ως Last Shadow Puppets, λίγα χρόνια πριν. Οι δύο άντρες τραγούδησαν μαζί το ανάρπαστο «505», κάνοντας κι άλλα κινητά κι άλλες κραυγές πόθου να στραφούν προς το μέρος τους, εκείνοι όμως, κύριοι. Λίγο πριν από το τέλος, ο Τέρνερ μοίρασε μερικά φιλιά επιπλέον και αποχώρησε τελευταίος, ενώ από τα ηχεία ακουγόταν το «With a little help from my friends». Εγκαταλείποντας τη Μαλακάσα οι παρέες συνέχιζαν να βγάζουν selfies, να ξεκαρδίζονται με κάποιο αστείο ή και να τραγουδούν το «Crying Lighting», που έχει τον εξής ενδιαφέροντα στίχο – ως προς τη σχέση ενός ζευγαριού ή κι ενός μουσικού ειδώλου με τους πιστούς του: «Την επόμενη φορά που αντίκρισα την ίδια μου την αντανάκλαση», λέει κάπου, «ερχόταν να σε συναντήσει».