Είναι διαπιστωμένο πως σ’ όλες τις εκδηλώσεις που έχουν μαζικό χαρακτήρα, ο καθένας θα παρατηρήσει, σε όσο χώρο ελέγχει οπτικά, ένα περιστατικό που μοιάζει να τους δίνει μια προοπτική τελείως διαφορετική σε σχέση με τον σκοπό που είχαν. Ηταν την περασμένη Τετάρτη στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στη συναυλία «Παίξε Τσιτσάνη μου», μ’ ένα «μπουκέτο» τραγουδιστών που, ο καθένας για λογαριασμό του και όλοι μαζί, σου έδιναν την εντύπωση ότι είχαν βρεθεί πάνω στο πάλκο σάμπως και μια αυθόρμητη ανάγκη τούς είχε κάνει, χωρίς καμιά προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ τους.
Οπως το ίδιο θα ισχυριζόταν κανείς για τους θεατές, με την εξαίρεση πάντα την τόσο αμελητέα και μηδαμινή, να δίνει στη βραδιά έναν τόνο που, αν μπορούσε να γίνει ευρύτερα αντιληπτός, θα την έκανε ακόμη πιο συγκινητική. Τη γυναίκα που δεν σταμάτησε να χορεύει σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, όποιο τραγούδι κι αν ακουγόταν. Ψηλή, αδύνατη, σχεδόν κοκαλιάρα, γύρω στα 55, μ’ ένα φόρεμα λεπτό και κοντό (αν και δεν συνοδευόταν, ερχόταν έντονα στο μυαλό η θεία φράση του Φιτζέραλντ στο «Τρυφερή είναι η νύχτα», «Φόρεμα μείνε αεράτο για κείνον»), ώστε να φαίνονται ως ψηλά δύο υπέροχα πόδια, μόνο ο ρυθμός του τραγουδιού δεν φαινόταν να την ενδιαφέρει.
Χόρευε μ’ ένα τρόπο έντονο αλλά καθόλου προκλητικό, άπλωνε και μάζευε τα χέρια της σαν να ήταν ανεξάρτητα από το υπόλοιπο σώμα της, χωρίς να καταλαβαίνεις αν ήταν επίκληση για μια αγκαλιά που είχε στερηθεί, ή προσφορά που κανείς δεν είχε δείξει να την χρειάζεται. Μ’ όλη της την κίνηση οριοθετούσε τον χώρο της, που ενώ φαινόταν έντονα προσπελάσιμος, από την άλλη καταλάβαινες πως πρόκειται για μια γυναίκα που ό,τι κι αν της είχε λείψει, δεν ήταν αποφασισμένη να κάνει εκπτώσεις. Αν και η έκθεσή της θα σ’ έκανε να συμπεράνεις πως γινόταν αμφισβητήσιμη η αξιοπρέπειά της, αντίθετα την αισθανόσουν να ενισχύεται ακόμη περισσότερο. Οπως συμβαίνει δηλαδή με όλους μας.