Τέλος στις προσδοκίες ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα έως την επίσημη λήξη του τρίτου Μνημονίου στις 20 Αυγούστου, έβαλε χθες ο Μάριο Ντράγκι, αποκλείοντας παράλληλα το ενδεχόμενο να διατηρηθεί το waiver (κατ’ εξαίρεση αποδοχή) για τους ελληνικούς τίτλους.
Το θέμα αναμένεται να συζητηθεί στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ τόσο στις 11 όσο και στις 25 Ιουλίου, δεδομένου ότι έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, πλην όμως πηγές οι οποίες είναι σε θέση να γνωρίζουν θεωρούν ότι το ζήτημα έληξε λίγο – πολύ από την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να πορευθεί χωρίς προληπτική γραμμή πίστωσης και χωρίς να κερδίσει την ξεκάθαρη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ, μιλώντας χθες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, περιέγραψε τη διαδικασία η οποία θα πρέπει να προηγηθεί προκειμένου να εξεταστεί εάν η Ελλάδα μπορεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Μετά τη λήξη του προγράμματος, σύμφωνα με τον Μάριο Ντράγκι, απαραίτητη προϋπόθεση για το QE θα ήταν η διατήρηση του waiver, που επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή ελληνικών τίτλων ως ενεχύρου δανεισμού όσο οι ελληνικοί τίτλοι δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα.
Το πρόγραμμα τελειώνει στις 20 Αυγούστου και οι αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, μετά τη συμφωνία του Eurogroup, δεν είχαν την προβλεπόμενη από την κυβέρνηση δυναμική. Εως την Επενδυτική Βαθμίδα απομένουν ακόμα τέσσερα σκαλοπάτια, επομένως χωρίς επίσημο πρόγραμμα, waiver δεν θα υπάρχει στις 21 Αυγούστου.
«Η τρέχουσα μεταμνημονιακήενισχυμένη εποπτεία δεν εγγυάται την ύπαρξη waiver» ξεκαθάρισε ο Ντράγκι.
Στο μεσοδιάστημα, όμως, μέχρι να χαθεί το waiver, αρκετοί διεθνείς αναλυτές (μεταξύ των οποίων οι Barclays και Citi) εκτιμούσαν πως υπήρχε ένα παράθυρο ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ. Επί του παρόντος, είπε ο Ντράγκι, «η Ελλάδα έχει waiver καιέτσι το λογικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: ύστερα από αυτά που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup με τα διάφορα μέτρα για το χρέος, δεν μπορεί να ενταχθεί τώρα η Ελλάδα στο QE, ενώ το πρόγραμμα είναι ακόμη σε ισχύ;». Απαντώντας στο ερώτημα, εξήγησε πως πριν εκπονηθεί η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους από την ΕΚΤ «πρέπει να περιμένουμε τις απαντήσεις από τα διάφορα Κοινοβούλια,τα οποία πρέπει να εγκρίνουν τις αποφάσεις που έλαβε το Eurogroup,και μετά πρέπει να περιμένουμε και την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του EFSF».
Θεωρητικά λοιπόν, ενώ θα μπορούσε να υπάρξει ένα παράθυρο προσωρινής ένταξης, αυτό παραμένει κλειστό εξαιτίας των διαδικασιών έγκρισης της συμφωνίας για το χρέος από διάφορα Κοινοβούλια αλλά και της πρακτικής ενεργοποίησής της από τον ESM. Παραμένει ερωτηματικό, δε, εάν η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) της ΕΚΤ οδηγεί σε συμπεράσματα βιωσιμότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ –μαζί με το ΔΝΤ –εμφανιζόταν να πιέζει για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους προκειμένου να διασφαλιστεί και η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του, ενώ όταν άρχισε πλέον να ξεκαθαρίζει ότι το περιβόητο «γαλλικό κλειδί» δεν επρόκειτο να γίνει αποδεκτό από τα κράτη – μέλη στο Eurogroup (ιδίως από τη Γερμανία) η κεντρική τράπεζα τάχθηκε υπέρ της λήψης προληπτικής γραμμής πίστωσης.
ΑΠΩΛΕΙΕΣ. Η απόφαση της κυβέρνησης να πορευθεί με το ταμειακό μαξιλάρι των 24,1 δισ. ευρώ ως βασικό εργαλείο προστασίας έναντι μελλοντικών κινδύνων, αποδεχόμενη παράλληλα αυστηρή εποπτεία και μνημονιακές δεσμεύσεις με ορίζοντα έως και το 2060, στερεί το waiver. Τα οφέλη από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα φαίνεται πως δεν θα τα γευτεί ποτέ.
Οι τράπεζες από τις 21 Αυγούστου, αν δεν υπάρξουν ανατροπές, χάνουν την πρόσβαση στη φθηνή χρηματοδότηση της ΕΚΤ, ενώ το ιερό δισκοπότηρο του QE θα παραμείνει άπιαστο όνειρο για την Ελλάδα. Πέρυσι, τέτοια εποχή, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εμφανιζόταν από την κυβέρνηση ως υπόθεση κερδισμένη με βεβαιότητα. Οι προβλέψεις διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Αν δεν ανατραπούν οι σημερινές τάσεις, το κόστος της απώλειας του waiver για τις τράπεζες θεωρείται σχετικά περιορισμένο (σε ετήσια βάση στα 70 εκατ. ευρώ), αλλά συνολικά για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, παραπάνω από ουσιαστικό. Οσο για το QE; Η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να επωφεληθεί από ένα πρόγραμμα μηνιαίων αγορών ομολόγων της ευρωζώνης μηνιαίου ύψους 30 δισ. ευρώ, το οποίο θα οδηγούσε σε ραγδαία αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
ΤΡΕΙΣ ΟΡΟΙ. Προκειμένου να ανοίξουν οι πύλες του QE για την Ελλάδα, θα πρέπει να τηρούνται τρεις όροι: να υπάρχει περιθώριο για αγορές, να ικανοποιούν τα ελληνικά ομόλογα τα κριτήρια πιστοληπτικής αξιολόγησης που μέχρι σήμερα υλοποιούνται χάρη στο waiver της ΕΚΤ και η ΕΚΤ να έχει σφραγίσει με τις δικές της εκτιμήσεις τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Από αυτούς τους όρους τηρείται σήμερα με καθαρότητα μόνο ο πρώτος, καθώς εκτιμάται πως υπάρχει περιθώριο αγορών επιλέξιμων ελληνικών ομολόγων άνω των 3 δισ. ευρώ.
Στα σενάρια ένταξης στο QE, τα οποία είχε αναλύσει η Barclays την περασμένη εβδομάδα, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει ελληνικά ομόλογα ύψους περίπου 520 εκατ. ευρώ μηνιαίως με τα σημερινά δεδομένα των συνολικών αγορών 30 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση και 260 εκατ. ευρώ από τον Σεπτέμβριο, όταν η εμβέλεια του προγράμματος περιορίζεται σε 15 δισ. ευρώ μηνιαίων αγορών, εφόσον εξασφαλιζόταν το waiver. Παρότι τα δυνητικά ποσά των αγορών θα ήταν σχετικά μικρά, το σινιάλο στις αγορές θα ήταν εξαιρετικά ισχυρό.