Ενα από τα πιο συγκλονιστικά εγκλήματα έγιναν πριν από 21 χρόνια, ημέρες του Ιουλίου. Συγκεκριμένα, στις 22 Ιουλίου του 1997 διαπράχθηκε μία δολοφονία με θύμα έναν ιερώμενο. Επρόκειτο για τον Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, ο οποίος έπεσε νεκρός από το χέρι της ερωμένης τους, Κάτιας Γιαννακοπούλου. Η κοινή γνώμη παρακολούθησε την υπόθεση του εγκλήματος με το ίδιο ενδιαφέρον που θα παρακολουθούσε το ερωτικό δράμα μιας σαπουνόπερας.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου ήταν η γυναίκα της διπλανής πόρτας: Παντρεμένη με ένα παιδί, δούλευε ως πλασιέ, είχε μία ισορροπημένη σχέση με την εκκλησία. Όταν, όμως, θέλησε να επισκεφτεί έναν πνευματικό για να εξομολογηθεί, η ζωή της επρόκειτο να γυρίσει ανάποδα. Τότε γνώρισε τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, ο οποίος ιερουργούσε στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου.
Η Γιαννακοπούλου θα πει αργότερα ότι με ανεξήγητο τρόπο την τραβούσε κοντά του σα μαγνήτης. Ξεκίνησε να πηγαίνει πιο συχνά στην εκκλησία και να εξομολογείται. Κάποια στιγμή ο αρχιμανδρίτης της ζήτησε να τον επισκεφτεί στο σπίτι του. «Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα», ανέφερε η ίδια. Ξεκίνησε μια έντονη ερωτική περιπέτεια που θα κρατούσε χρόνια.
Η σχέση
Ξεκίνησε μία σχέση έντονη και παθιασμένη. Ο Αρχιμανδρίτης φαίνεται να το εκμεταλλεύτηκε αυτό. Της είπε ότι ονειρεύτηκε την Παναγία, ότι του ζήτησε να κάνει πράγματα που δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά κι ότι του είπε «θα σε βοηθήσει η Κάτια». Η γυναίκα έφτασε σε σημείο να του δώσει συνολικά 27.000.000 δραχμές!
Πέντε χρόνια μετά την γνωριμία τους, ο Άνθιμος Ελευθεριάδης απολύθηκε και μετατέθηκε στο Λονδίνο. Άρχισε να γίνεται ψυχρός και απόμακρος. Απέφευγε την Γιαννακοπούλου κι εκείνη ταξίδευε ακόμα και αυθημερόν στο Λονδίνο για να τον δει. Η αδιαφορία του την έκανε να αποκτήσει εμμονές μαζί του, είχε εξαρτηθεί από εκείνον κι ένιωθε ότι τον χάνει. Ξεκίνησε να ηχογραφεί τις συζητήσεις τους και να μαγνητογραφεί τις ερωτικές τους συναντήσεις για να μπορεί να τον απειλεί. Τον Σεπτέμβριο του 1996 ο αρχιμανδρίτης ήρθε στην Αθήνα για να ψηφίσει χωρίς να την ενημερώσει. Η Γιαννακοπούλου κατέρρευσε. Τον Μάρτιο του 1997 τον επισκέφτθηκε στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη, τσακώθηκαν άγρια και τον τραυμάτισε ελαφρά με ένα μαχαίρι. Τον Ιούνιο του 1997 αγόρασε ένα όπλο από μαγαζί της Ομόνοιας και αυτό θα ήταν η αρχή του τέλους.
Στις 20 Ιουλίου πήρε ένα τηλέφωνο στην εκκλησία που ιερουργούσε ο Άνθιμος Ελευθεριάδης στο Λονδίνο και ενημερώθηκε ότι δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στην Αθήνα. Στη συνέχεια τον πήρε τηλέφωνο, εκείνος αρνήθηκε τα πάντα. Την επομένη μίλησαν ξανά και της υποσχέθηκε ότι θα τη συναντήσει, όμως εκείνη πήγε στο σπίτι του, χτύπησε επίμονα τα κουδούνια και ακολούθησε ένας έντονος καυγάς. Ο Αρχιμανδρίτης της μίλησε άσχημα και την έδιωξε με απειλές. Στις 22 Ιουλίου η Κάτια Γιαννακοπούλου τον περίμενε κάτω από το σπίτι του, προσπάθησε να του μιλήσει, εκείνος της γύρισε την πλάτη και τον πυροβόλησε μέχρι να τελειώσουν οι σφαίρες.
Τρεις ημέρες αργότερα και ενώ κρυβόταν πήγε σε ένα μοναστήρι στη Μάνδρα Αττικής και εξομολογήθηκε σε μία μοναχή την πράξη της. Η μοναχή ενημέρωσε την αστυνομία και η Κάτια Γιαννακοπούλου συνελήφθη.
Κατά την διάρκεια της δίκης της δήλωνε πως, «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει. Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου».
Η δικαιοσύνη την καταδίκασε σε 20 χρόνια. Αφέθηκε ελεύθερη το 2013.