«Ο μισός θάνατος,/ μεγαλωμένος θηλάζοντας τις ζωές μας,/ να κείτεται γύρω μας αληθινός σαν τεφρογραφία –/ κι εμείς να πίνουμε ακόμη και τότε, με τις ψυχές σταυρωτά, δύο ξίφη,/ σε πέτρες ουράνιες ραμμένοι, από του λόγου το αίμα γεννημένοι/στης νύχτας το κρεβάτι…». Στο ποίημα «Στην Πράγα», την οποία σημειωτέον ποτέ δεν επισκέφτηκε, ο Πάουλ Τσέλαν καταδύεται για πολλοστή φορά στα βάθη της εβραϊκής μνήμης και της γερμανικής γλώσσας. Γραμμένα στα γερμανικά, τα ποιήματά του αποτελούν ένα λογοτεχνικό «σκάνδαλο»: το Τρίτο Ράιχ οργάνωσε τη γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης επιστρατεύοντας ως όργανό του αυτήν ακριβώς τη γλώσσα –ως προπαγάνδα, ως ρατσιστικό σύνθημα, ως ψευτοεπιστημονικό δόγμα. Γι’ αυτό και οι παραπάνω στίχοι είναι η συμπύκνωση μιας αυτοβιογραφίας, όπως επισημαίνει ο Τζον Φέλστινερ στη βιογραφία «Paul Celan, ποιητής, επιζών, εβραίος» (Νεφέλη, 2008, μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου): «Ο θάνατος είναι ένα θηλάζον βρέφος “γαλουχημένο με τη ζωή μας”. Ομως “κι εμείς… πίναμε ακόμα”. Οι ναζί συκοφαντούσαν τους Εβραίους ως “αιμορουφήχτρες”, έτσι οι συγγραφείς που τους πλησιάζει ο θάνατος είναι γεννημένοι από το αίμα των λέξεων».
Οι στίχοι της αρχής προέρχονται από την δίγλωσση έκδοση της έκτης συλλογής του «Καμπή πνοής» των εκδόσεων Κίχλη σε μετάφραση Μιχάλη Καρδαμίτση και πολυτονικό σύστημα. Πρόκειται για κύκλους ποιημάτων που ο Τσέλαν ολοκλήρωσε μεταξύ 1963 – 1965 στη Γαλλία, όπου ζούσε ήδη από το 1948 έχοντας εγκαταλείψει τη γενέθλια Μπουκοβίνα (Βασίλειο της Ρουμανίας). Από το 1962 έχει εξομολογηθεί σε γνωστούς και φίλους την κατάθλιψή του, συνέπεια ενός ισχυρού αισθήματος απομόνωσης και μοναξιάς, παρά τον γάμο του με την καλλιτέχνιδα Ζιζέλ ντε Λεστράνζ, οκτώ χαρακτικά της οποίας συνόδευαν τη γαλλική έκδοση του πρώτου κύκλου ποιημάτων της συλλογής. Ο κύκλος εκείνος μάλιστα είχε κυκλοφορήσει αυτοτελώς με τον τίτλο «Κρύσταλλος πνοής» σε μια βιβλιοφιλική έκδοση 85 αντιτύπων τον Σεπτέμβριο του 1965 από τον παρισινό οίκο Brunidor (οι δημιουργίες της ντε Λεστράνζ περιέχονται και στην ελληνική έκδοση).

Η ΠΛΗΓΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ. Στην «Καμπή πνοής» ο Τσέλαν επανέρχεται στην «πληγή» της ύπαρξης, της εβραϊκής μνήμης και της γλώσσας, ανανεώνει τους δεσμούς ανάμεσα σε επιζώντες και νεκρούς («υπάρχουν ακόμη τραγούδια να ειπωθούν εκείθε απ’ τους ανθρώπους»), υπενθυμίζει τις οφειλές του στον Κάφκα (σε ένα ποίημα όπου ο «Γιατρός της επαρχίας» συναντά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ), αλλά πάνω απ’ όλα νιώθει την πιεστική ανάγκη να «καταθέσει μια μαρτυρία» μέσω της ποίησης («Το Γραπτό κοιλαίνεται, το/ Προφορικό, θαλασσοπράσινο,/ καίει στους όρμους…». Σκάβει εντός του ακόμη πιο βαθιά αναλαμβάνοντας το υπέρτατο ρίσκο: «Να στέκεις, μες στη σκιά/ του σημαδιού της πληγής στον αέρα/ Να-στέκεις-για-κανέναν-και-τίποτε./ Ανέγνωρος,/ για σένα/ και μόνο./ Με κάθε τι που χωρά μέσα εκεί,/ ακόμη και δίχως/ γλώσσα». Μια ποίηση δίχως γλώσσα, λοιπόν: η καχυποψία και η επιφυλακτικότητά του απέναντι στη Γερμανία δεν έχει τέλος. Οπως σημειώνει και πάλι ο Φέλστινερ: «Ο Τσέλαν ένιωθε εργαλείο στα χέρια της πολιτισμικής ανασυγκρότησης της Γερμανίας μετά το Τρίτο Ράιχ… Παρέμεινε ευαίσθητος όσον αφορά το κόστος της αναγνώρισης, κι έτσι σφυρηλάτησε την ποίησή του έχοντας πάντα κατά νου ένα κοινό που απειλούσε να διαστρεβλώσει τα όσα έγραφε».