Τον καιρό που ήταν στην αντιπολίτευση, το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ ύψωνε πολύ συχνά τη σημαία της πάταξης της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου. Καταλόγιζε δε στις κυβερνήσεις που αντιπολιτευόταν πρόθεση και μόνο πρόθεση: η φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο είχαν αιτία κι αυτή υποτίθεται ότι ήταν η εκλεκτική συγγένεια των τότε κυβερνώντων με τους φοροφυγάδες και τους λαθρεμπόρους. Αρκούσε η βούληση, την οποία διατεινόταν ότι διέθετε ο ΣΥΡΙΖΑ ως μη εξαρτημένος από τα συμφέροντα, για να πατάξει και τη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο.
Τρία χρόνια από την ανάληψη της εξουσίας, οι επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος είναι μάλλον θλιβερές. Η περίφημη λίστα Λαγκάρντ δεν είναι πλέον αξιοποιήσιμη. Το λαθρεμπόριο όχι μόνο ανθεί, αλλά επιπλέον προκαλούνται εύλογα ερωτηματικά για τη στάση της κυβέρνησης και των αρμόδιων υπηρεσιών απέναντι σε σκαστές περιπτώσεις λαθρεμπορίου. Ερωτηματικά προκαλεί και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλων παραβάσεων με τελευταίο παράδειγμα τους 5.000 φορολογικούς φακέλους που στοιβάχτηκαν στην Οικονομική Αστυνομία παρά τη δηλωμένη αδυναμία της να τους εξετάσει.
Η κυβέρνηση ελέγχεται πολλαπλώς γι’ αυτήν την (τουλάχιστον) ολιγωρία που επιδεικνύει. Ελέγχεται όχι μόνο για το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στα λόγια και τα έργα της, αλλά και γιατί φορολογεί τους πολίτες όσο δεν τους έχει φορολογήσει καμία άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν. Πολίτες που θα κληθούν να πληρώσουν το μάρμαρο και της φοροδιαφυγής των άλλων και του λαθρεμπορίου. Πώς αλλιώς; Βάζοντας ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη…