Το 2003, ο Φρέντρικ Τζέιμσον έγραψε πως «κάποιος κάποτε είπε ότι είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου απ’ ό,τι το τέλος του καπιταλισμού». Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, δεν είναι λίγα τα φαινόμενα που επιτείνουν αυτή την αίσθηση Αποκάλυψης. Μέσα σε αυτό το διανοητικό περιβάλλον, ιδιαίτερα δημοφιλής αποδεικνύεται η σύγκριση της εποχής μας με εκείνη του Μεσοπολέμου, η οποία κυοφόρησε ό,τι πιο κοντινό έχει βιώσει η ανθρωπότητα σε Αρμαγεδδώνα, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την προέλαση του ναζισμού και τη βιομηχανική εξόντωση ανθρώπων.
Οι αιτίες αυτής της σύγκρισης και οι λόγοι ανησυχίας για τις παγκόσμιες εξελίξεις και σήμερα είναι η κρίση του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού –της αστικής δημοκρατίας –και η παρόμοια τότε και τώρα απειλή του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος από τα «άκρα», τον «ολοκληρωτισμό» ή, όπως είναι τελευταία του συρμού, τον «λαϊκισμό». Κοινή είναι η διαπίστωση για την αδυναμία της δημοκρατίας τότε και τώρα να προστατευθεί από τις απειλές που την περιτριγυρίζουν σε όλα τα επίπεδα. Κοινή επίσης και η ρητή ή υπόρρητη θέση πως ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο και κάθε αμφισβήτησή του θα επιφέρει περισσότερα δεινά από οφέλη. Το θεμέλιο αυτής της συλλογιστικής είναι πως το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό σύστημα δεν ευθύνεται για τα αδιέξοδα που παράγει αλλά πρέπει να προστατευθεί από εξωτερικούς ως προς το ίδιο κινδύνους.
Γνωρίζουμε όμως πλέον αρκετά από την ιστορία της Ευρώπης ώστε να είμαστε προσεκτικοί απέναντι σε απολογητικά σχήματα. Η μπελ επόκ του φιλελευθερισμού συνέπεσε με τη σκοτεινή πλευρά του ευρωπαϊκού ονείρου, της κυριαρχίας επί του υπόλοιπου κόσμου με την –ακόμη και σήμερα –ανείπωτη βία της αποικιοκρατίας. Και στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, αυτή η βία, νομιμοποιημένη από τη ρατσιστική ιδεολογία, εφαρμόστηκε και στην κοιτίδα της, την ίδια την Ευρώπη. Οι ακραίες ιδέες ιεράρχησης των ανθρώπων (των φυλών, των φύλων, των εθνών) και καθυπόταξής τους με τη βία, μέσα από τις οποίες θα αναδυόταν ο ναζισμός, στροβιλίζονταν με ένταση πολύ πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως παρατηρεί ο Ρίτσαρντ Έβανς.
Ηδη πριν από τη δεκαετία του 1930, είχαν συσσωρευθεί οι όροι της καταστροφής. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός είχε αναδυθεί ως το κυρίαρχο πολιτικό μοντέλο, εκείνο των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά οι περιορισμοί και οι στρεβλώσεις τον καθιστούσαν απωθητικό και εντέλει περιττό. Μετά την κοινωνική επανάσταση στη Ρωσία, η προληπτική αντεπανάσταση σε όλη την Ευρώπη σάρωσε τους θεσμούς του πολιτικού φιλελευθερισμού. Η δε οικονομική κρίση του καπιταλισμού που ακολούθησε, κατέστρεψε και τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Στη θέση του ανίκανου πια να παλινορθωθεί παλαιού καθεστώτος συγκροτήθηκε μια μοντέρνα ιδεολογία ανισοτιμίας και υποδούλωσης, ο φασισμός.
Μετά την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα προτάγματα της πολιτικής ελευθερίας και ισότητας θεωρήθηκαν δεδομένα στην Ευρώπη –τουλάχιστον στις διακηρύξεις. Το οικονομικό σύστημα –ας το πούμε με το όνομά του, ο καπιταλισμός –συνεχίζει ωστόσο να παράγει αδιέξοδα. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να συνεχίσει τη λειτουργία του με κάθε κόστος. Και πάλι, με άλλες μορφές, οι ιδέες της ανισοτιμίας και της υποδούλωσης στροβιλίζονται πάνω από την Ευρώπη. Και πάλι, το πολιτικό προσωπικό προσαρμόζεται στις ανάγκες του συστήματος χλευάζοντας ως «λαϊκισμό» τις αντιδράσεις των υποτελών που απέμειναν δίχως δικό τους πολιτικό πρόγραμμα. Αυτοί οι τελευταίοι κάνοντας τις δικές τους συγκρίσεις απομένει να αποφασίσουν τίνος το τέλος θα προτιμήσουν.
Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης