«Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής, στα γραφεία της ΔΕΗ της οδού Αριστείδου, κι ενώ το χαρτάκι με τον αριθμό προτεραιότητας ειδοποιεί στις 11.34 «μέσος χρόνος αναμονής 42 λεπτά», στις 2 ακριβώς είμαστε ακόμη καμιά δεκαριά που περιμένουμε να εξυπηρετηθούμε. Τα 42 λεπτά σε σχέση με τις 2½ ώρες είναι μια πολύ υπολογίσιμη διαφορά και οι μόνοι βέβαια που δεν ευθύνονται για τροφοδότηση με λάθος στοιχεία του μηχανήματος είναι οι τρεις υπάλληλοι του συγκεκριμένου τμήματος, που μέσα στις 2½ αυτές ώρες δεν έχουν απομακρυνθεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο από τα γραφεία τους. Τι κάνεις μέσα σε 2½ ώρες, αν συμβεί να μην έχεις μια εφημερίδα ή ένα βιβλίο μαζί σου, όπως σημειωτέον δεν είχε κανένα σε σχέση με τα πενήντα περίπου άτομα που κάθονταν ή περιφέρονταν στον χώρο αναμονής;
Σε είκοσι δύο θα μπορούσε να εξελιχθούν οι 2½ ώρες και πάλι να μη σου είναι αρκετές προκειμένου να ταξινομήσεις μια εικόνα τόσο αυθεντική του συνόλου της κοινωνίας, όταν παρουσιάζεται μπροστά σου, όσο θα ήταν αδύνατον να σου τη μεταγγίσουν δέκα πολυσέλιδοι τόμοι. Μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα και με ανθρώπους που είναι αμφίβολο αν θα ξανασυναντηθούν μεταξύ τους, ή αν συμβεί θα θελήσουν να το θυμηθούν, αποθεωνόταν κυριολεκτικά η διάθεση τόσο της συναναστροφής όσο και της αντιδικίας ή της σύγκρουσης. Μια αναμονή που φαινόταν ατελείωτη τον έναν τον έκανε να πιάνει κουβέντα με τον διπλανό του, με το πρόσχημα μιας συμβουλής, σε σχέση με κάτι που τον άκουσε να λέει στο κινητό για τις αϋπνίες του, ενώ έναν δεύτερο να τσακώνεται με τον επίσης διπλανό του γιατί η τεράστια τσάντα του καταλάμβανε τόσο χώρο ώστε τον εμπόδιζε να απλώνει τα πόδια του. Χωρίς ακόμη ωστόσο, η όλη ατμόσφαιρα να έχει πάρει την πλήρως αποκαλυπτική διάσταση σε σχέση με όσα μυστικά κυοφορούσε. Θα ήταν γύρω στη 1.30 όταν μια αλλοδαπή γύρω στα 50, με τα χαρακτηριστικά κοντά ξανθά μαλλιά, αφού κάθισε στη μοναδική άδεια καρέκλα που υπήρχε κολλητά στον τοίχο, είπε στον διπλανό της χωρίς να τον κοιτάξει: «Σήμερα παντρεύτηκα». Είχε επιλέξει έναν κοσμοβριθέστατο χώρο για να εκφράσει, ως μυστικό όμως, τη χαρά της για κάτι που θα πίστευε πως κανονικά θα έπρεπε να συγκινεί ολόκληρη την πόλη.