Εκτός από χαρά (καθότι ρόλος ονειρεμένος για πολλούς) και πέρα από ένα αίσθημα τιμής (αφού ώς τότε δεν είχε συνεργαστεί με τον Γιάννη Αναστασάκη), άπαξ και ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Ορέστη» του Ευριπίδη, ο Χρήστος Στυλιανού ένιωσε κι εκείνη την επιθυμία των εργατικών ηθοποιών για μελέτη: παραλάμβανε τη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα σταδιακά, ενώ ολοκληρωνόταν, επιβεβαιώνοντας ότι το έργο έχει τόσες δραματικές ανατροπές, ώστε με μια δόση σύγχρονης υπερβολής θα το χαρακτηρίζαμε θρίλερ. «Ακόμα και για τους αρχαίους θεατές, πάντως, ανατρεπτικό ήταν» λέει στο «Νσυν».
«Ως προς τις συμβάσεις κατ’ αρχάς, αφού ο Ευριπίδης ανεβάζει λ.χ. τον πρωταγωνιστή στην κορυφή του παλατιού σαν να ήταν θεός ή και παραλλάσσει τον μύθο, εκμεταλλευόμενος αφηγηματικά τις αλλαγές. Κυριαρχούν επίσης οι πράξεις και όχι οι “θεωρίες”. Ο διάλογος είναι που ωθεί τη δράση. Μέχρι που, κορυφούμενη, οδηγεί σε ένα αμόκ βίας».
Η τραγωδία διδάχτηκε το 408 π.Χ. και για πρώτη φορά ενίσχυσε στον Ορέστη το στοιχείο των ενοχών: όταν ο Μενέλαος τον ρωτάει τι ακριβώς τον απασχολεί, εκείνος αποκρίνεται «έχω καταλάβει τι έχω κάνει». Μακάρι να ήταν το μόνο πρόβλημά του: λίγο μετά τον φόνο της μητέρας του, οι Αργείοι ετοιμάζονται να τον καταδικάσουν σε θάνατο μαζί με την Ηλέκτρα, ο Μενέλαος υπόσχεται μεν να βοηθήσει, αλλά μεταπείθεται, και η παρουσία του Πυλάδη δεν βοηθάει τα πράγματα. «Εστω κι έτσι», παρατηρεί ο ηθοποιός, «ο Ορέστης αποφασίζει ότι θέλει να ζήσει, όχι να κάνει ηρωική έξοδο. Γι’ αυτό αλλάζει χίλια πρόσωπα μπροστά σε όσους συναντά: άλλοτε τους παρακαλεί και άλλοτε τους βρίζει. Κι εδώ έγκειται η ερμηνευτική δυσκολία του ρόλου. Μέσα σε μιάμιση ώρα ο ηθοποιός καλείται να περάσει από αμέτρητα συναισθήματα, επομένως οφείλει να είναι ανοιχτός και εύπλαστος. Θα ήθελε κανείς να επικεντρώνεται στην κάθε πτυχή, μέσα στον ήρωα όμως υπάρχει ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα. Κι όταν τα πράγματα φτάνουν στο μη περαιτέρω, κυριαρχεί μια βία που δεν σταματά πουθενά».
«ΤΣΑΚΑΛΙ». Ακόμα χειρότερα, θεοί και άνθρωποι μοιάζουν να έχουν στήσει γύρω του μια πλεκτάνη μίσους, όπου «η αδελφική αγάπη γίνεται συνενοχή, η φιλική σχέση συναυτουργία και η λαϊκή ετυμηγορία θανατική ποινή». Είναι λες και άπαντες έχουν χάσει την αίσθηση του δικαίου, λες και ο μόνος που κερδίζει είναι «ένα τσακάλι με τεράστιο στόμα».
Αν η εικόνα συνιστά σχόλιο του ποιητή για τους δημαγωγούς που έχουν κατακλύσει την Αθήνα, για την Εκκλησία του Δήμου που αποτελεί σκιά του παρελθόντος της, τότε ορισμένες αναγωγές μπορούν ίσως να γίνουν και στη δική μας εποχή.
«Και σήμερα δοκιμάζονται οι αξίες της αντιπροσώπευσης και η ενασχόληση των πολιτών με τα κοινά· διαμορφώνονται απόψεις στα social media, όπου συχνά κάνουμε πόλεμο και νομίζουμε ότι κάνουμε πολιτική» σχολιάζει ο Στυλιανού. «Δεν αντιλαμβανόμαστε πόση δύναμη έχουν οι λέξεις. Πληγώνονται άνθρωποι και συνειδήσεις από έναν οχετό στο Facebook. Αν καθένας απομονώνεται στο πληκτρολόγιό του, τα κοινωνικά δίκτυα γίνονται ένας στρεβλός ναός της δημοκρατίας». Εκείνο το αίσθημα δικαίου, πάντως, βιώνεται ως απουσία και από τους πολίτες, που βλέπουν πλέον αρκετές κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πολλές χώρες. Ο Στυλιανού δεν ξέρει πώς θα επανοικοδομηθεί η εμπιστοσύνη τους προς το κράτος και αντίστροφα, γνωρίζει όμως ότι από μηχανής θεοί, όπως στο έργο, δεν υπάρχουν. Ο ίδιος ο Ευριπίδης, επιστρατεύει τον Απόλλωνα στο πλαίσιο μιας θεατρικής σύμβασης, γεμάτης ειρωνεία: «Είναι σαν να λέει στους θεατές “θέλετε να σας βγάλω και θεό;”, κάνοντάς τον να μιλάει κυνικά, δείχνοντας ότι οι άνθρωποι οφείλουν να μην αφήνουν τις καταστάσεις άλυτες ώς την ύστατη στιγμή».
Ενόψει μιας παράστασης είτε στην Επίδαυρο, όπου ο «Ορέστης» θα παρουσιαστεί στις 2 και 4 Αυγούστου, είτε στο Θέατρο Δάσους, όπου ξεκινά σήμερα, αντίστοιχη ψυχραιμία απαιτείται βέβαια και στη δουλειά του ηθοποιού. Ο Στυλιανού αισθάνεται ευγνώμων για την παρουσία του στο ΚΘΒΕ, γνωρίζει όμως ότι συνάδελφοί του στο ελεύθερο θέατρο εργάζονται ανασφάλιστοι ή αμείβονται με ποσοστά. «Ετσι αναγκάζεσαι να κάνεις κι άλλες δουλειές», καταλήγει, «με αντίκτυπο στην υποκριτική σου. Δεν μπορείς να μελετήσεις πέραν της πρόβας, να αφήσεις τις σκέψεις να κάτσουν μέσα σου. Το θέατρο απαιτεί διαχείριση συναισθηματικών και σωματικών δυνάμεων. Αλλιώς, τρέχεις πίσω από τα πράγματα».