Τον Μάρτιο του 1937 η εξόριστη Μαρίνα Τσβετάγεβα έχει ήδη συμπληρώσει 12 χρόνια στο Παρίσι. Εχει αφήσει πίσω της την Οκτωβριανή Επανάσταση, που αναποδογύρισε τον παλιό κόσμο που την ανέθρεψε –ως τέκνο μιας οικογένειας καλλιεργημένων ανθρώπων -, έχει επιλέξει την ποίηση ως αντίβαρο στην πραγματικότητα, αλλά συναντά την αδιαφορία της γαλλικής ιντελιγκέντσιας να δημοσιεύσει ποιήματα ή δοκίμιά της. Αυτή την περίοδο γράφει στα γαλλικά αυτοβιογραφικές αναμνήσεις. Κάποια στιγμή επιστρέφει στον Αλεξάντρ Πούσκιν της παιδικής της ηλικίας, που τον διάβαζε κρυφά «με το κεφάλι μέσα στην ντουλάπα». Ξεκινάει να γράφει το κείμενο «Ο δικός μου Πούσκιν» προς το τέλος του 1936 και στη διάρκεια της συγγραφής στέλνει επιστολές για να οργανωθεί μια βραδιά ανάγνωσης. Το κείμενο που ακούστηκε τελικά στις 2 Μαρτίου 1937 στο Παρίσι, στην εκδήλωση που οργάνωσε η γυναίκα του νομπελίστα συγγραφέα Ιβάν Μπούνιν, και δημοσιεύτηκε στο σοβιετικό περιοδικό «Επιστήμη και Ζωή» (Νο 2, 1967), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος, σε μετάφραση του Φώτου Λαμπρινού. «Αυτό που έμαθα ως παιδί», γράφει η Τσβετάγεβα, «είναι ότι ο Πούσκιν, απ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, περισσότερο αγαπούσε την νταντά του… Μια γριά γυναίκα –που είναι δική σου –μπορείς να την αγαπήσεις περισσότερο απ’ όσο μια νέα –καθότι είναι νέα, καθότι είναι η αγαπημένη… Τέτοια τρυφερότητα σε λέξεις για γερόντισσα βρίσκει κανείς μόνο σε μια άλλη μεγαλοφυΐα, που τη χάσαμε πρόσφατα, τον Μαρσέλ Προυστ. Ο Πούσκιν. Ο Προυστ. Δυο μνημεία τρυφερότητας».
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΣΚΙΝ. Η Τσβετάγεβα εισέπραξε εκείνη τη βραδιά περίπου 700 φράγκα, με τα οποία πλήρωσε το σχολείο του γιου της Μουρ. Αλλά και οι τελευταίες απόπειρές της να εκδώσει έργα της στα γαλλικά αφορούν μεταφράσεις ποιημάτων του Πούσκιν. Στέλνει μάλιστα σχετική επιστολή στον Πολ Βαλερί, όπως διαβάζουμε στο «Μια ζωή μέσα στη φωτιά – Εξομολογήσεις» (Εστία, 2008, παρουσίαση Τσβετάν Τοντόροφ, μετάφραση Μάρω Κάτσικα, Ανδριάνα Χαχλά): «Λένε ότι ο Πούσκιν είναι αμετάφραστος. Γιατί; Κάθε ποίημα είναι η μετάφραση του πνευματικού σε κάτι υλικό, των συναισθημάτων και των σκέψεων σε λόγια». Πέντε ποιήματα του ρώσου συγγραφέα μεταφρασμένα από την ίδια θα δημοσιευτούν τελικά, τον Μάιο του 1937, στην εφημερίδα των γάλλων δομινικανών μοναχών «Η Πνευματική Ζωή». Δύο χρόνια αργότερα θα πάρει από τη Χάβρη το πλοίο για να επιστρέψει με τον Μουρ στην ΕΣΣΔ. Σχετικά σύντομα θα αναγκαστεί να στείλει απεγνωσμένες επιστολές στον Λαβρέντι Μπέρια και τηλεγράφημα στον Στάλιν εκλιπαρώντας για την αποφυλάκιση του συζύγου της Σεργκέι Εφρόν και της κόρης της Αλια.
Το μικρό δοκίμιο είναι πριν απ’ όλα μια αναγνωστική ανακάλυψη, επειδή μαζί με τη μαρτυρία και την παρατήρηση η Τσβετάγεβα δίνει τα πρωτεία στη γλώσσα. Ποιήτρια η ίδια, καταφέρνει να ενσωματώσει στον δικό της Πούσκιν το δοκίμιο, τις αναμνήσεις και τη λογοτεχνική κριτική. «Δεν ερωτεύτηκα τον Ονέγκιν, αλλά τον Ονέγκιν και την Τατιάνα (ίσως την Τατιάνα λίγο περισσότερο), και τους δύο μαζί –τον έρωτα. Δεν θα μπορούσα να γράψω αργότερα ούτε ένα από τα έργα μου αν δεν είχα ερωτευτεί και τους δύο συγχρόνως (εκείνη λίγο περισσότερο) και όχι αυτούς τους δύο, αλλά τον έρωτά τους. Τον έρωτα».