Το νέο κόμμα του Δημήτρη Καμμένου και του Τάκη Μπαλτάκου, που ανακοινώθηκε χθες, στην πραγματικότητα είναι ένα κόμμα ευκαιρίας. Ιδρύθηκε για να εκφράσει, σχεδόν μονοθεματικά, και να καρπωθεί την εθνικολαϊκή δυσαρέσκεια από την εξέλιξη στο Μακεδονικό, μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Ζόραν Ζάεφ. «Απευθυνόμαστε στους έλληνες πατριώτες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που αντιτίθενται στην παράδοση του ιερού ονόματος της Μακεδονίας» λέει η διακήρυξή τους. «Απευθυνόμαστε σε όσους δακρύζουν όταν ακούνε τον Εθνικό Υμνο και το “Μακεδονία ξακουστή”».
Αυτού του τύπου το κόμμα θα μπορούσε να διεμβολίσει σοβαρά τη ΝΔ αν η ηγεσία της επέλεγε να στηρίξει τη μυστική διπλωματία του Αλέξη Τσίπρα που οδήγησε στη συμφωνία. Το βασικό επιχείρημά του θα ήταν ότι παρέδωσε, μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, «το όνομα σε Σλάβους». Θα ήταν μια μομφή στην οποία θα καθρεφτίζονταν οι παλαιοί εθνικόφρονες της ΝΔ, μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του κόμματος. Η μομφή αυτή θα μπορούσε να μεταφραστεί σε σοβαρότατο πλήγμα κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά της συνοχής της και, συνεπαγωγικώς, κατά της εκλογικής δυναμικής της. Σε αυτό το σενάριο, άλλωστε, που θα σήμαινε αναδιάταξη του πολιτικού προσκηνίου, φαίνεται ότι είχε επενδύσει ο Αλέξης Τσίπρας.
Τι θα σήμαινε η δημιουργία ενός «πατριωτικού» κόμματος δεξιότερα της Δεξιάς υπ’ αυτές τις συνθήκες; Μια ακόμα εστία πολιτικής αποσταθεροποίησης, έναν νέο ανορθολογισμό οχυρωμένο πίσω από εθνικοπατριωτικά λάβαρα. Επειδή θα συνέφερε τον Τσίπρα, δεν θα τον ενοχλούσε. Κάθε άλλο, θα τον ευνοούσε, εκείνος άλλωστε, με σύμμαχο τον Καμμένο, θα μπορούσε να πουλάει στους δικούς του πιστούς διεθνισμό και «αδελφοσύνη».
Μια αποσταθεροποίηση της ΝΔ θα μετατόπιζε και τον σταθερό στόχο μιας επόμενης κυβέρνησης. Η ανάταξη της οικονομίας, η ανάγκη στήριξης της επιχειρηματικότητας, η καθημερινότητα των πολιτών, ως αιτήματα σταθερότητας, θα πνίγονταν από τον φανατισμό συζητήσεων για τη σημαία, τα σύμβολα, τη θρησκεία, την ταυτότητα. Η μυθολογία της ταυτότητας, που είναι σήμερα εγκλωβισμένη στα συστημικά κόμματα (όχι μόνο στη ΝΔ), θα ξεχυνόταν στην κοινωνία τροφοδοτώντας τις επόμενες σκιαμαχίες.
Ευτυχώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν τσίμπησε το δόλωμα της αποσταθεροποίησης. Προχωρεί διεκδικώντας την πολιτική εξομάλυνση –ό,τι μονίμως ο Τσίπρας υπονομεύει, διότι είναι η μοναδική σανίδα της κομματικής και της προσωπικής πολιτικής σωτηρίας του.