Θα ήταν ίσως ένα μεγάλο σχολείο και μια αξεπέραστη εκπαίδευση αν καθιερωνόταν ένα μάθημα που ν’ αφορά τη μελέτη εφημερίδων περασμένων δεκαετιών και να έφτανε ώς τα πρώτα χρόνια της έκδοσής τους. Η πολιτική, η κοινωνική, η καλλιτεχνική, αλλά και οποιασδήποτε άλλης μορφής ιστορία, θα έπαιρνε στη συνείδηση των ανθρώπων τις πραγματικές της διαστάσεις, χώρια που μια σύγκριση ανάμεσα σε εποχές, θα ανέκυπτε αυθόρμητα για τον καθένα, χωρίς μάλιστα μακροχρόνια έρευνα. Το ξανασκεφτήκαμε όλο αυτό διαβάζοντας μια συνέντευξη που είχε δώσει ο Γιώργος Κιμούλης τον Ιούνιο του 1994 μ’ αφορμή το ανέβασμα του «Πλούτου» σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Απαντάει λοιπόν ο γνωστός ηθοποιός σε μια ερώτηση σχετική με τους «επώνυμους» που μιλάνε στην τηλεόραση για την προσωπική τους ζωή, λέγοντας: «Ο άνθρωπος έχει σταματήσει πλέον να σκέφτεται συλλογικά. Εχει εγκαταλείψει κάθε είδους κοινωνική συνείδηση. Υπάρχει μόνο για τον εαυτό του και κάποια στιγμή νιώθει την ανάγκη αυτόν τον μικρόκοσμο να τον δημοσιοποιήσει».
Αν πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια οι γραμμές αυτές εξέφραζαν μια πραγματικότητα που ήταν ακόμη στα σπάργανα, αντιλαμβάνεται κανείς την έκταση που έχει πάρει σήμερα η πραγματικότητα αυτή με την εισβολή και την κυριαρχία του Διαδικτύου, ώστε ο μικρόκοσμος του οποιουδήποτε που αισθάνεται πως από τη στιγμή που ο μικρόκοσμος αυτός υπήρξε, έστω κι αν τον έχει κατασκευάσει, δικαιούται ή μάλλον επιβάλλεται να γίνει γνωστός. Διαφορετικά δεν θα είχε δημιουργηθεί το μέσον που του δίνει την ευχέρεια να τον αποκαλύψει.
Στην πραγματικότητα δεν μιλούμε απλώς για σύγχυση, μιλούμε για ένα χάος που ακόμη και ο ιδιοφυέστερος τροχονόμος του σύμπαντος –αν ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει ένα τέτοιο είδος τροχονόμου –θα μπορούσε να το φέρει σε λογαριασμό. Μ’ αποτέλεσμα την ισοπέδωση όλων των αξιών, αφού ένα περιστατικό που προοριζόταν να υπάρξει ως μια απολύτως σεβαστή ιδιωτική μνήμη, κατεξευτελίζεται διεκδικώντας μια πρωτοκαθεδρία αντίστοιχη με γεγονότα ζέουσας παγκόσμιας σημασίας.