Σκληρό πόκερ με ισχυρούς παίκτες σε πολλά τραπέζια παίζει ταυτόχρονα σε θέματα εμπορίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Από τη μια ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ καλείται να διαχειριστεί την πρόθεση του Τραμπ να επιβάλει δασμούς στα μισά κινεζικά προϊόντα που εισάγονται κάθε χρόνο στις ΗΠΑ, με αξία που φτάνει ούτε λίγο ούτε πολύ τα 250 δισ. δολάρια, αφού οι ΗΠΑ εισάγουν κάθε χρόνο προϊόντα από την Κίνα συνολικής αξίας 500 δισ. δολαρίων. Η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Γαλλίας Μανουέλ Μακρόν προσπαθούν από την άλλη, σε συνεργασία με την Κομισιόν, να αντιμετωπίσουν κι αυτοί την επιθετική πολιτική του Τραμπ. Ο αμερικανός πρόεδρος έχει επιβάλει δασμούς σε σειρά ευρωπαϊκών προϊόντων και τώρα απειλεί με πρόσθετες επιβαρύνσεις τις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων που αποτελούν ένα από τα βασικότερα εξαγωγικά ατού χωρών όπως η Γερμανία. Την ίδια στιγμή ανεβαίνει το θερμόμετρο στο εμπόριο και με χώρες όπως ο Καναδάς και το Μεξικό καθώς ο Τραμπ δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει υποχωρήσεις.
Μέχρι τώρα η μεγαλύτερη κόντρα υπάρχει με την Κίνα, αφού ο Λευκός Οίκος έχει ανακοινώσει τρεις φορές ότι επιβάλλει ή ότι εξετάζει να επιβάλει δασμούς. Την πρώτη φορά οι δασμοί αυτοί αφορούσαν προϊόντα αξίας 34 δισ., τη δεύτερη 16 δισ. και την τρίτη 200 δισ. δολαρίων. Παρά το γεγονός ότι έχει διατηρήσει πιο συγκαταβατική στάση, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δέχεται εκ των πραγμάτων πολιτικές πιέσεις να μην κάνει πίσω. Ηδη έχει αποφασίσει την επιβολή δασμών σε σειρά αμερικανικών προϊόντων, από μπέρμπον μέχρι σόγια, σε απάντηση της επιβολής δασμών σε κινεζικά τρόφιμα, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά ήδη.
Με αναλυτές να αναφέρουν ήδη σε διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία ότι η κατάσταση έχει ήδη ξεπεράσει το σημείο απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή, οι Ευρωπαίοι θα κληθούν να λάβουν δύσκολες αποφάσεις στη συνέχεια. Το μπλοκ της ΕΕ έχει κρατήσει στάση αναμονής χωρίς να θέλει να ρίξει άλλο λάδι στη φωτιά. Εάν όμως τελικά ο Τραμπ αποφασίσει να ξαναχτυπήσει επιβάλλοντας μεγάλους δασμούς σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τα αυτοκίνητα, τότε δεν μπορεί να αποκλειστεί έντονη αντίδραση και από την ΕΕ. Τα ερωτήματα για το μέλλον του διεθνούς εμπορίου, όπως φαίνεται, αντί να μειώνονται, αυξάνονται.
«ΤΑ ΝΕΑ» επιχειρούν σήμερα να δώσουν απαντήσεις σε ορισμένα βασικά ερωτήματα σχετικά με τον εμπορικό πόλεμο που έχει ξεκινήσει.
Τι είναι οι δασμοί;
Πρόκειται για φόρους που επιβάλλονται κατά την εισαγωγή προϊόντων. Οταν μια χώρα ή μια ομάδα χωρών όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφασίζουν να επιβάλουν δασμούς σε ένα συγκεκριμένο προϊόν, τότε οι εισαγωγείς πληρώνουν τον φόρο αυτόν στο τελωνείο στο σημείο εισόδου. Το ποσό αποτελεί ποσοστό επί της αξίας του προϊόντος.
Ποιες χώρες εμπλέκονται;
Την αρχή έκαναν οι ΗΠΑ με την επιβολή δασμών σε αλουμίνιο και χάλυβα. Υπήρξε αντίδραση από την Ασία και κυρίως από την Κίνα που ανακοίνωσε τους δικούς της δασμούς, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ενωση που έκανε το ίδιο. Αντιδράσεις υπάρχουν επίσης και από άλλες χώρες, όπως είναι ο Καναδάς, το Μεξικό και η Ιαπωνία.
Τι σημαίνουν οι επιπλέον δασμοί για τους καταναλωτές;
Οταν επιβάλλονται δασμοί και ιδιαίτερα μεγάλοι δασμοί, της τάξης του 25%, όπως συμβαίνει αυτό το διάστημα, τότε οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς δεν έχουν συνήθως άλλη επιλογή από το να αυξήσουν τις τιμές των τελικών προϊόντων για τους καταναλωτές. Εάν οι τελευταίοι δεν μπορούν να στραφούν σε αντίστοιχα φθηνότερα εγχώρια προϊόντα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μείωση της ζήτησης πλήττοντας μακροπρόθεσμα την παγκόσμια οικονομία.
Γιατί οι ΗΠΑ αποφάσισαν ξαφνικά να επιβάλουν δασμούς σε προϊόντα πολλών κρατών;
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θέλει να μειώσει σημαντικά το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας του καθώς οι ΗΠΑ εισάγουν περισσότερα προϊόντα από όσα εξάγουν από χώρες όπως η Κίνα αλλά και της Ευρώπης. Επιπλέον θέλει να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες, κυρίως χάλυβα και αλουμινίου, όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά.
Επίσης χρησιμοποιεί τους δασμούς ή την απειλή των δασμών για να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εμπορικούς εταίρους με το σκεπτικό ότι έτσι θα διαπραγματευθεί καλύτερες συμφωνίες μαζί τους.
Η στατιστική υπηρεσία των ΗΠΑ δείχνει ότι το 2017 η χώρα εισήγαγε κινεζικά προϊόντα αξίας 376 δισ. δολαρίων παραπάνω σε σχέση με τα όσα εξήγαγε εκεί. Μεγάλη ανησυχία για τον Τραμπ αποτελούν οι μαζικές εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων, τα οποία είναι το βασικό εξαγωγικό προϊόν χωρών όπως η Γερμανία.
Τι έχει δείξει η Ιστορία για τους εμπορικούς πολέμους;
Ο πιο σημαντικός εμπορικός πόλεμος του 20ού αιώνα ξεκίνησε το 1930 με την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ σε τουλάχιστον 20.000 εισαγόμενα προϊόντα. Και τότε οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ με επικεφαλής τον Καναδά απάντησαν με δικούς τους δασμούς, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές των ΗΠΑ να υποχωρήσουν έως το 1933 πάνω από 60%. Οι δασμοί καταργήθηκαν το 1934. Ιστορικοί παραδέχονται πλέον ότι η επιβολή των δασμών αυτών, που οδήγησε σε εμπορικό πόλεμο, καθυστέρησε την έξοδο της χώρας από τη Μεγάλη Υφεση. Επίσης οι ίδιοι ιστορικοί συμφωνούν ότι από τον εμπορικό αυτόν πόλεμο δεν υπήρξε κανένας νικητής.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξέσπασε εμπορικός πόλεμος όταν Γαλλία και Γερμανία επέβαλαν δασμούς στις εισαγωγές κοτόπουλων από την Αμερική. Οι ΗΠΑ απάντησαν με δικούς τους δασμούς σε γαλλικό μπράντι και γερμανικά οχήματα. Οι μεγάλοι χαμένοι ήταν οι καταναλωτές σε ΗΠΑ και Ευρώπη καθώς δεν είχαν εύκολη ή φθηνή πρόσβαση σε αυτά τα προϊόντα. Επίσης αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες που προστατεύτηκαν από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό κατά την επιβολή των δασμών δεν καινοτόμησαν ούτε προσπάθησαν να αυξήσουν την ποιότητα ή να μειώσουν τα κόστη, με αποτέλεσμα να χάσουν μέρος της ανταγωνιστικότητάς τους και να αντιμετωπίσουν στην πορεία σημαντικά οικονομικά προβλήματα.
Τι σημαίνει για την παγκόσμια οικονομία η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στο εμπόριο;
Οικονομολόγοι και αναλυτές αλλά και θεσμικοί παράγοντες, όπως ο επικεφαλής της Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνεϊ, έχουν προειδοποιήσει ότι η κόντρα αυτή θα πλήξει περισσότερο από όλες την ίδια την αμερικανική οικονομία. Προβλέψεις κάνουν λόγο ότι με έναν εμπορικό πόλεμο οι ΗΠΑ θα έχουν συνολικά χαμηλότερη ανάπτυξη κατά 5% ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από όση θα είχαν χωρίς αυτόν. Σύμφωνα με τις πρώτες προβλέψεις, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να δεχτεί πλήγμα της τάξης του 1% ως ποσοστού επί του ΑΕΠ.