Τραγουδάει και γράφει στίχους. Γράφει βιβλία που εκτείνονται από τη μυθοπλασία μέχρι τη λαογραφική έρευνα σε Ελλάδα και Τουρκία. Τώρα μάλιστα μόλις κυκλοφόρησε το ρομάντσο του «Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν» που εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη το 1917, την περίοδο της μεγάλης πυρκαγιάς (εκδ. Αγρα). Εχει καθιερώσει επίσης έναν δικό του θεσμό με πολιτιστικά δρώμενα στο κτήμα του στα Πλατανίδια, χωρίς καμία βοήθεια. Συχνά ασχολείται με θέματα που έχουν να κάνουν με τις πιο γκρίζες ζώνες της ζωής και της Ιστορίας, όπως η υπόθεση Παγκρατίδη που έγινε το πετυχημένο μυθιστόρημα του «Ο γύρος του θανάτου» που βραβεύθηκε και δραματοποιήθηκε για το θέατρο. Εχει γράψει για το ερωτικό περιθώριο στη Θεσσαλονίκη, για τον Στέλιο Καζαντζίδη, για τους Ζεϊμπέκους και τους Ασίκηδες, για τη νυχτερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη την εικοσαετία 1970-80. Για οκτώ χρόνια φιλόλογος στην Κωνσταντινούπολη, κουβαλάει τη βαθιά του γνώση για τη γείτονα χώρα και μακριά από εθνικισμούς και πατριδοκαπηλίες αρθρώνει τη δική του φωνή εξωστρέφειας και έκκεντρης λαϊκότητας. Ο Θωμάς Κοροβίνης τυπικά είναι συγγραφέας που μένει στη Θεσσαλονίκη και εμμένει στις αγάπες και τις εμμονές του. Ουσιαστικά είναι ένας πληθωρικός διανοούμενος με ενδιαφέρουσες θέσεις.

Νομίζω πως το νέο σας μυθιστόρημα «Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν» και το ρομάντζο που στήνετε είναι και το όχημα για να μιλήσετε για μια Θεσσαλονίκη κοσμόπολη. Πώς ήταν, αλήθεια, η Θεσσαλονίκη το 1917, εννοώ ανθρωπογεωγραφικά;
Το μυθιστόρημα έχει πολλά επίπεδα. Πρόκειται για τον θρίαμβο και το ολοκαύτωμα του έρωτα δύο αλλόδοξων, μια πυρκαγιά μέσα στην πυρκαγιά του 1917, που την ξεπερνά. Χρόνια το είχα όνειρο να αξιωθώ ένα λογοτεχνικό έργο στο οποίο να αναδεικνύεται το πολυπολιτισμικό πρόσωπο της πόλης. Εστω και στην παρακμή της ως εκ θαύματος αγαστής συνύπαρξης των τριών βασικών εθνοτήτων που την κατοικούσαν. Τότε περίπου τριπλασιασμένης, με την έκπληξη της αναγκαστικής συγκατοίκησής με τη σχεδόν οικουμενική –πλην Γερμανών και Βούλγαρων –«συμμαχική», όμως «κατοχική» Στρατιά της Ανατολής. Με την έλευση των πρώτων ρωμιών προσφύγων και τη διοικητική στελέχωση από το παλαιοελλαδίτικο κράτος η Θεσσαλονίκη, ενταγμένη στην Ελεύθερη Ελλάδα, αρχίζει πια να «ελληνοποιείται», καθώς την υποβάθμιση του σεφαραδίτικου στοιχείου συνοδεύει η σταδιακή αποχώρηση των μωαμεθανών.

Τι καθόριζε την ταυτότητα της πόλης τότε και τι σήμερα; Τι για την ακρίβεια μεσολάβησε για εσάς καθοριστικό που συντέλεσε να χάσει (;) τον κοσμοπολιτισμό της η Θεσσαλονίκη;
Η Σαλονίκη είναι το μοναδικό με αδιάλειπτη ιστορική διάρκεια σημαντικό άστυ στην κυρίως Ελλάδα. Ο ιδιότυπος κοσμοπολιτισμός και η περίφημη διαπολιτισμική όσμωση για μισή περίπου χιλιετία –κάτι που συμβαίνει με αντιστοιχία στη Μεσόγειο μόνο στη Σμύρνη αλλά εκεί με υπερέχον το ελληνικό στοιχείο –εξαφανίζονται με τη λεγόμενη «απελευθέρωση», δηλαδή την ένταξή της στον εθνικό χάρτη και την ενίσχυση του πληθυσμού της με Ελληνες. Από δευτέρα τη τάξει σημαίνουσα πολιτεία τριών ιμπέριουμ υποβαθμίζεται σε δεύτερη και «καταϊδρωμένη» πόλη ενός νεοσύστατου κρατιδίου, με τις γνωστές συνέπειες. Μια περιοχή με πολλαπλά έντονη και ιδιόρρυθμη ταυτότητα, με ξεχωριστή και μεικτή ευρωανατολίτικη και βαλκανομεσογειακή ιδιοσυστασία και πλούσια ρωμαϊκή, βυζαντινή, εβραϊκή, οθωμανική και ελληνική κληρονομιά, εξαναγκάζεται σε επικαθορισμό και δορυφοροποίηση από την πρωτεύουσα, με την οποία σε τίποτε δεν ταιριάζουν τα χνώτα της.

Σήμερα η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα είναι όντως τόσο ανήσυχη και τόσο διαφωνούσα με τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ;
Ολοι πατριώτες είμαστε. Πλήν των πατριδοκάπηλων. Ο ψυχασθενικός ελληνοκεντρικός σοβινισμός –και οι παραφυάδες του –δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τους αντίστοιχους όλων των λαών του πλανήτη. Δεν φταίει μόνο η αποτυχημένη ρεβανσιστική Δεξιά που μεταχειρίστηκε έναν σαθρό ψευδοπατριωτισμό προβάλλοντάς τον κυρίως για εσωτερική κατανάλωση και ψυχολογική χειραγώγηση, αλλά και η μετεμφυλιακή Αριστερά που της επέτρεψε να ιδιοποιηθεί την αγάπη για την πατρίδα για να μη χαρακτηρισθεί η ίδια εθνικίστρια. Οταν η νομενκλατούρα του Τίτο παραθέριζε στη Χαλκιδική και στα Πιέρια τη δεκαετία του ’60, τότε όλοι εμείς οι Ελληνες Μακεδόνες ακόμη και τους Βελιγραδιώτες Μακεδόνες τους λέγαμε! Πρώτα ο διεθνισμός και μετά η εθνομανία! Θα συζητούσα ίσως την τόσο θερμόαιμη αντίδραση αν οι ίδιοι άνθρωποι κατέβαιναν στους δρόμους να χτυπηθούν για το ψωμί τους αλλά και για τις συμφορές τόσων άλλων λαών! Τα πράγματα οδηγούν στην ανάγκη να μάθουμε να ζούμε μαζί με τον «ξένο». Εντός και εκτός. «Τον φίλο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη» είπε ο Σεφέρης.

Η Θεσσαλονίκη κοινώς είναι η πόλη όπου δολοφονήθηκε κάποτε ο Λαμπράκης ή μια πόλη αντιφατική, όπως η Αθήνα, χωρίς ομοιογενή πολιτικά χαρακτηριστικά;
Και τα δύο ισχύουν. Πάντα πίστευα ότι η Αθήνα δεν θα επέτρεπε να δολοφονηθεί στην καρδιά της ο Λαμπράκης. Ομως ευθύνεται και η ίδια για τη διαμόρφωση εκείνου του ζόφου, του παρακρατικού κλίματος στη Θεσσαλονίκη. Που δεν της πρέπει να χρεώνεται τον τίτλο μιας φασίζουσας πόλης. Πέρασε διάφορες φάσεις. Στη Μεταπολίτευση άνθησε κι άφησε πίσω την πρωτεύουσα. Τις τελευταίες δεκαετίες με τα «ανθιμοψωμιαδικά» αναβίωσε με τη συνευθύνη ταγών και συμπολιτών ένας αποκρουστικός «νεομεσαίωνας» που δεν της ταιριάζει. Ούτε «όλοι μαζί τα φάγαμε» ούτε «όλοι μαζί μπορούμε». Να τσακίσουμε το τέρας του νεοφασισμού θα μπορούσαμε όμως. Αν τολμάμε!

Συχνά κάνετε αναφορές στη Θεσσαλονίκη. Ζείτε εκεί. Επανέρχεστε με το έργο σας. Σήμερα υπάρχει πνευματική κίνηση στη συμπρωτεύουσα ή δυσμενή τα πράγματα;
Είμαι απ’ αυτούς που τη στηρίζουν φανατικά –παρόλο που πολλά με θλίβουν και με τυραννούν –για να μη βουλιάξει κι άλλο. Το πολιτιστικό και δη το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης το συνιστούσαν οι πρωτογενείς, συχνά ιδιότυποι, δημιουργοί της από τον καιρό προ του Πεντζίκη. Τον πολιτισμό δεν τον κάνουν τα Μέγαρα, οι επιχορηγήσεις και η κουλτούρα της λαμογιάς. Εχω κάνει θαυμάσια πράματα χωρίς να πάρω ή να δώσει κανείς δεκάρα. Μα η αναγνώριση ερχόταν πάντοτε από την Αθήνα. Π.χ. αν ένα έργο μου γίνει πετυχημένο θέατρο στην πρωτεύουσα, οι «δικοί μου» το δέχονται με δουλική χαρά. Αν τους το ζητήσω ο ίδιος, μπορεί να με σουτάρουν. Οι τοπικοί θεσμοί δεν μας υπολήπτονται. Λειτουργούν ως φερέφωνα των επιτήδειων μάνατζερ της Αθήνας. Εμείς κάνουμε τον δικό μας πολιτισμό για την πόλη μας και για όλη τη χώρα κι αυτοί κοιτάνε τα μαγαζάκια τους. Και σήμερα λίγοι προκομμένοι απομείναμε χωρίς καν εφημερίδα να δείξουμε το έργο μας. Πολλοί την κοπάνησαν για χάμου. Καλά κάνανε. Συνεχίζουμε υπερήφανα. Σχιζοφρενώς: σαδομαζοχιστικά αιχμαλωτισμένοι στη Σαλόνικα, αγαστά συνεργαζόμενοι με το Κλεινόν Αστυ.
Η ετέρα σας πόλη είναι η Κωνσταντινούπολη. Ζήσατε και εργαστήκατε εκεί οκτώ χρόνια. Είστε γνώστης του λαϊκού και μη πολιτισμού των Τούρκων. Αλήθεια, πού οδεύει η χώρα εν μέσω ερντογανισμού;
Με τις ανεξέλεγκτες επεμβάσεις που επιβάλλει η νέα τάξη πραγμάτων η λατρεμένη μου Πόλη κινδυνεύει να απολέσει τον ιστορικό της χαρακτήρα. Σ’ αυτόν συνίσταται μέγα μέρος της μαγγανείας της. Η σατραπεία του Ερντογάν που έχει θρυλοποιηθεί ως λαϊκός ήρωας για τον μισό πληθυσμό εξοστρακίζει ό,τι προοδευτικό σε ιδέες και προσωπικότητες. «Υπεροψία και μέθη». Είναι μεγαλομανής παντουρανιστής και αναχρονιστικός ισλαμιστής, και ακόμη δεν έχει δείξει τα δόντια του. Ιδωμεν!

Εμμένετε επίσης με προσήλωση στον λαϊκό πολιτισμό Ελλάδας και Τουρκίας. Υπάρχει, παράγεται σήμερα λαϊκός πολιτισμός στη χώρα μας ή το έχουμε και λίγο επινοημένο όλο αυτό ως δικλίδα ασφαλείας;
Μέχρι χτες ο λαϊκός πολιτισμός ήταν απ’ τα βασικότερα κομμάτια της ταυτότητάς μας στις ποικίλες, θαυμαστές εκφάνσεις του. Προσωπικά είμαι ισόβιος μουτζαχεντίν σ’ αυτό το θέμα. Μα ένας λαός που έχει πάψει προ πολλού να είναι «λαϊκός» δεν μπορεί να παραγάγει ούτε π.χ. ένα καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι.
Είμαστε σε φάση μεταβατική. Εχουμε ενδώσει χάνοντας και τη λαϊκότητα και την ελληνικότητά μας. Δεν γουστάρω. Τώρα εμένα που αγαπώ τους Τσιγγάνους μού επιβάλλουν να τους προσφωνώ Ρομά εκείνοι ακριβώς που τους σιχαίνονται. Ε, δεν θα πάρω!

Εχετε καταγράψει από τουρκικές παροιμίες μέχρι το ερωτικό περιθώριο της Σαλονίκης, αλλά και μαρτυρίες για τον Καζαντζίδη και την υπόθεση Παγκρατίδη –έστω μυθιστορηματικά. Πού οριοθετούνται τα ενδιαφέροντά σας, πώς απλώνονται και από τι εκκινούν ή πυροδοτούνται;
Ολα ξεκινούν από ένα εσωτερικό κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίνομαι με εμπύρετο πάθος. Από μια ερωτική φλόγα για πρόσωπα και καταστάσεις που ανήκουν αυστηρά στην προσωπική μου μυθολογία.
Είναι σαν να με καλεί το καθήκον να «υπηρετήσω» μια υπόθεση, να πλέξω τα εγκώμια των πόλεων που με σφραγίζουν ή το δοξαστικό μιας παραγνωρισμένης προσωπικότητας, να διασώσω ένα γλωσσικό ιδίωμα. Επιμένω ελληνικά, και ανατολικά, όντας όμως αντι-ανατολίτης νοοτροπικά. Ζω με το ένα πόδι στον καιρό των παλαιών σουλτάνων και με το άλλο στον 22ο αιώνα. Ισως γι’ αυτό δεν μπορώ να «τα βρω» με την εποχή μου.

Είστε ανένταχτος αλλά σεσημασμένος κοινωνιοκεντρικός αριστερός. Σήμερα ζούμε τη ματαίωση της Αριστεράς ή την προσδοκία της διαχείρισης του καπιταλισμού από αριστερά ηθικά χέρια;
Είμαι οραματιστής μιας διαρκούς επανάστασης. Και απελευθέρωσης σε όλα τα μέτωπα. Αυτό που συμβαίνει σε κάποιες χώρες, και γίνεται με τον καιρό status quo, όπως κι εδώ, ίσως να βολεύει μια χαρά τη διεθνή της καπιταλιστικής λησταρχίας και απατεωνίας: ένα αριστεροφανές διαχειριστικό των πραγμάτων σχήμα, που στρεφόμενο προς το βολικό κέντρο και τον αλλού ξημερωμένο λαό εφησυχάζει και τη δουλίτσα μας την κάνουμε. Καλά! Ομως μπορεί η τσιπρολαγνεία να μην έβγαλε άσους αλλά κι απ’ «τους κούληδες, με τη βαριά, βλακώδη τους μορφή», που λέει κι ο Καββαδίας, τι φασούλια θα βγάλουμε; Ο Τούρκος λέει: «Δεν είδα καλό απ’ τα μάτια και θα δω απ’ τα φρύδια;».

«”Ο στρατός θα σου αφήσει πληγές” μου είπε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος»
Βραβευτήκατε για τον «Γύρο του θανάτου». Ηθελα να σας ρωτήσω: ποιος ήταν τελικά ο Δράκος; Κάνατε προφανώς και έρευνα για να γράψετε…
Ερεύνησα εξαντλητικά γύρω απ’ την υπόθεση αλλά ο στόχος μου ήταν να αποτυπώσω λογοτεχνικά τα συστατικά της μετεμφυλιακής τραγωδίας και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπινων τύπων σε όλες τις αποχρώσεις της μέσα στο άστυ. Θεσσαλονίκη, και συνεκδοχικώς Αθήνα και επαρχία.
Δεν ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητας του Δράκου, αν και όλα κλίνουν προς την κατεύθυνση της κατασκευασμένης ενοχής του Αρίστου –και για λόγους «πολιτικούς», συγκάλυψης δηλαδή της δολοφονίας του Λαμπράκη. Μιλώντας προ πενταετίας στο αστυνομικό μέγαρο Θεσσαλονίκης για τους «Ανθρωποφύλακες» του φίλου μου Περικλή Κοροβέση, μαζί με τον συγγραφέα, ανώτατος αξιωματικός μάς αποκάλυψε ότι γνωρίζουν τον πραγματικό ένοχο κι ότι για όλα φταίει η αστυνομία της εποχής.
Μα, αν γνωρίζουν, ας μιλήσουν, κι ας τα ξεράσουν και οι λοιποί για την υπόθεση Λαμπράκη, για τη δικαιοσύνη του πράγματος δηλαδή, να ελαφρύνει λίγο η πόλη απ’ τις δύο πιο βαριές ενοχικές σκιές της εδώ και πάνω από μισόν αιώνα.
Πείτε μας για τον φίλο σας Ντίνο Χριστιανόπουλο. Πότε και πώς τον γνωρίσατε και τι κρατάτε από αυτόν;
Τον γνώρισα το 1976 στο τέλος της φοιτητικής μου ζωής. Σύντομα έφευγα φαντάρος στη Λέσβο. «Ο στρατός θα σου αφήσει πληγές, να κοιτάξεις να τις πολεμήσεις» μου είπε.
Αγαπηθήκαμε και δεθήκαμε στενά μέχρι σήμερα που είναι πια δυστυχώς κατά πνεύμα περίπου απών κι αυτό με πονάει πολύ. Ισως να είμαι ο πιο κοντινός μαθητής του.
Η μαθητεία μου πλάι στον Ντίνο συμπλήρωσε τις επιδραστικές σχέσεις των πανεπιστημιακών μου δασκάλων, κυρίως του Γ.Π. Σαββίδη και του Μαρωνίτη, και με σφράγισε σαν συνολική προσωπικότητα. Του χρωστώ βαθιά ευγνωμοσύνη παρόλο που έχουμε συχνά συγκρουστεί κυρίως λόγω διαφορετικής κοσμοθεώρησης και άλλου modus vivendi αλλά και της πατερναλιστικής και δύστροπης ιδιοσυγκρασίας του.
Σχολιάστε μας την πρόσφατη σκηνή προπηλακισμού και βίας κατά Μπουτάρη…
Πρέπει να κόψουμε τον αέρα κάποιων φασιστοειδών που ιδίως στη Θεσσαλονίκη όλο και αποθρασύνονται.
Μα κι εκείνη η Δικαιοσύνη! Τι χασομέρι είναι αυτό με τη δίκη της ναζιστικής οργάνωσης! Θα τρίζουν τα κόκαλα του Φύσσα! Μήπως όμως και ο μποέμ αντιφασίστας δήμαρχος πληρώνει το νόμισμα της μπουρζουάδικης νοοτροπίας και κάποιας φιγουρατζίδικης «μεταμοντέρνας» απερισκεψίας του;