Η οικογενειακή ιστορία λέει ότι ο παππούς Παντελής Κυπαρίσσης γνώρισε τη γιαγιά Ελένη Κουρμουλή στον Αγαλά της Ζακύνθου το 1939, όταν εκείνη πήγε να τον αντικαταστήσει ως δασκάλα στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού. Η Ελένη ήταν Μικρασιάτισσα· είχε φύγει κακήν κακώς από το Αξάρι το ’22, ετών 2. Λένε ότι ο πατέρας της Κωνσταντίνος Κουρμουλής, που έλειπε από την πόλη όταν μπήκαν οι Τσέτες και κόψαν κομματάκια τον πρωτότοκο γιο του στην κερασιά της αυλής, κατάφερε κι εντόπισε την οικογένεια αιχμάλωτη, σε πορεία προς την Ανατολία. Λένε επίσης ότι είχε στην τσέπη την ταυτότητα του γκεζί, του βετεράνου του οθωμανικού στρατού, κι όταν την έδειξε στον τούρκο αξιωματικό, μ’ ένα καλό μπαχτσίσι, η Ελένη, η Δωροθέα, η Ηρώ, η Αναστασία, ο Γιαννάκης και η μητέρα τους η Δέσποινα κατάφεραν να ελευθερωθούν και να προλάβουν το τελευταίο καράβι για την Ελλάδα.
Του Παντελή ο πατέρας, ο Ανδρέας Κυπαρίσσης, ήταν από την Οξυά Κονίτσης. Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, είχε σπουδάσει Αρχιτεκτονική στη Μασσαλία. Κάποια στιγμή αποφασίζει να γυρίσει, να εγκατασταθεί στην Καστοριά. Ο Παντελής είχε πολλά αδέλφια, όλα από άλλη μάνα: τον Θεμιστοκλή, τον Παναγιώτη… Κάτι φωτογραφίες τούς δείχνουν όλους να ποζάρουν με χαρά μέσα στις στρατιωτικές στολές τους, πριν απ’ τον πόλεμο, μετά τον πόλεμο, στον Εμφύλιο, σε καιρούς ειρήνης. Κάποιος άλλος Κυπαρίσσης μού ‘χει πει πως στον Εμφύλιο η οικογένεια χωρίστηκε καθώς πέφταν οι ναπάλμ στον Γράμμο. Ο πατέρας του, στην Αθήνα, έμεινε πιστός στην κυβέρνηση. Τα παιδιά και η γυναίκα του φυγαδεύτηκαν στην Αλβανία, μεγάλωσαν στην Ουγγαρία, φορούν καμάρι τους την κόκκινη προσφυγιά.
Μα πριν από τους πολέμους, πριν ο Παντελής πάει έφεδρος ανθυπολοχαγός στην Αλβανία, πριν μάθει να ιππεύει τρεις μήνες δίχως σέλα, πριν φάει μια σφαίρα στο φρύδι, πριν γυρίσει τραυματίας στην Πάτρα κι εμπιστευθεί στην οικογένεια το ημερολόγιο μετώπου που έγραφε με μολυβάκι τις νυχτιές και το οποίο χάσαμε σε κάποια μετακόμιση, πριν απ’ όλα αυτά, ο Παντελής ήτανε δάσκαλος στον Αγαλά Ζακύνθου.
Εκανε ζέστη πολλή τον Αύγουστο του 2016 που πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στη Ζάκυνθο. Η Πλατεία Σολωμού κουφόβραζε και το ελάχιστο αεράκι κολλούσε σαν μεμβράνη πάνω στο δέρμα. Γυρίσαμε την Μπόχαλη, το Ακρωτήρι, το Τσιλιβί όπου μέναμε, το Πόρτο Ρόμα, τις Βολίμες, τον Κοιλιωμένο –πώς γλιτώσαμε από πυρκαγιές, δεν ξέρω. Στο Κερί, ένας σερβιτόρος μάς ομολόγησε πως με τόση ζέστη και τόσο κόσμο, μόνο με Ζάναξ έβγαινε η δουλειά. Εγώ ηρεμούσα στον κάμπο της Ζακύνθου, από το Γαϊτάνι στο Βανάτο και πίσω, κάμπος πλατύς και καταπράσινος, ελιές και τράφοι παντού, να σε λιγώνουν η ζέστη και οι μυρωδιές, να τρέμει ο ορίζοντας από το θέρος. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού, τον φανταζόμουν ν’ ακούει από το Μεσολόγγι τα κανόνια να τραντάζουν το Σύμπαν.
Φτάσαμε στον Αγαλά ένα απόγευμα, πριν δύσει ο ήλιος. Το παλιό σχολείο του χωριού είναι χτισμένο δίπλα στην εκκλησία, βαμμένο στα γαλάζια. Η πύλη της αυλής έχει καμπαναριό, περνάς από κάτω και αντικρίζεις ένα κτίριο περίεργο, με θολωτή είσοδο στο ισόγειο και δύο παλιές, μαρμάρινες κολόνες να συγκρατούν μια κεραμοσκεπή στο έμπα του πάνω ορόφου, στην αίθουσα διδασκαλίας. Κάτι ακροκέραμα περίεργα, διαγώνια, θύμιζαν ασιατικούς ναούς.
Στην κορυφή της κατηφόρας που οδηγούσε στο σχολείο ζούσε το 2016 ο κυρ Μάριος, ογδόντα βάλε ετών· του εύχομαι να ζει ακόμα. Τον ρώτησα για τον Παντελή. «Ο δάσκαλος ο Παντελής ο Ηπειρώτης;» μου είπε. «Τόνε θυμάμαι, φυσικά. Εβγανε το βιολί του στα διαλείμματα κι έπαιζε στα παιδιά κι εμείς χορεύαμε. Είχε και μια γυναίκα, κάναν κι ένα αγόρι, τον Διονυσάκη». Του ‘πα ότι ο Διονύσης πέθανε από τύφο. Ο κυρ Μάριος σώπασε. Πάνω από το κεφάλι του ήταν ένα κλουβί με ένα τρυγόνι που κελαηδούσε. «13 χρόνια το ‘χω» λέει. «Κάθε μέρα μού κελαηδά, κάθε βράδυ με καληνυχτάει». Δεν σκέφτηκε ποτέ να το αφήσει ελεύθερο, πουλί αποδημητικό; «Είχε χτυπήσει το πόδι του, εγώ το έσωσα. Δεν φεύγει. Εδώ κάθεται, τρώει και κελαηδάει. Τα λέμε κάθε μέρα. Τι να φύγει, να πάει πού;».
Πίσω στην Αθήνα, Ιούνιος του 2018, ψάχνω κάτι φωτογραφίες σε ξεχασμένες, σκονισμένες κούτες στο πατρικό. Να σου ο Θεμιστοκλής ο Κυπαρίσσης με το χαμόγελό του κι ύστερα μ’ έναν σκύλο που του κάνει χαρές· να σου ο Παντελής σε μια σειρά από φωτογραφίες με τον φίλο του τον Βαρδακαστάνη, που πρώτη φορά τον ακούω· να σου η Ελένη με συμμαθήτριες από το Αρσάκειο Πατρών, ενθύμιον 1936. Και να σου και μια φωτογραφία γεμάτη παιδιά με λουλούδια στα χέρια, στις σκάλες ενός κτιρίου με περίεργη κεραμοσκεπή και θολωτή είσοδο. Γυρνώ τη φωτογραφία από πίσω. Κάποιος έχει γράψει –λανθασμένα, αναγνωρίζω –«Καστοριά».