Ανήκω στη γενιά των κινηματογραφόφιλων εκείνων που στα εφηβικά χρόνια τους ανακάλυψαν το σινεμά χάρη στα αφιερώματα των θερινών κινηματογράφων, τις περίφημες «εβδομάδες» που περιείχαν τρεις τουλάχιστον διαφορετικές ταινίες ανά διήμερο. Και στην Κινηματογραφική Λέσχη της ΕΡΤ1 βεβαίως, που διηύθυνε επί σειρά ετών ο κριτικός κινηματογράφου Γιάννης Μπακογιαννόπουλος προλογίζοντας τις ταινίες, τότε που υπήρχε ακόμα τηλεόραση με κουλτούρα και πολιτισμό στην Ελλάδα.
Το γεγονός ότι από το 1983 σημείωνα πάντα σε τετράδια ή ημερολόγια τις ταινίες που έβλεπα –μαζί με το πού τις έβλεπα αλλά και με το ποιον –με βοηθά πολύ σήμερα, όποτε προσπαθώ ν’ ανασύρω στη μνήμη μου τις ταινίες που είδα τότε. Μου έρχονται εικόνες, στιγμές, φράσεις, αισθήσεις, βλέμματα ή στιγμιότυπα πέρα για πέρα βιωματικά. Ψαχουλεύοντας αυτά τα τετράδια βρήκα ότι το 1983, πολύ πριν κλείσω τα 20, είχα την πρώτη μου (καταγεγραμμένη τουλάχιστον) εμπειρία με ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν στον θερινό κινηματογράφο Παλλάδιον της Καλλιθέας, πολύ κοντά στην Πλατεία Δαβάκη· ένα σινεμά που έχει πλέον μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο και δεν θέλω να ξέρω τι.
Ηταν το «Κραυγές και ψίθυροι», μια από τις πιο δύσκολες αλλά και τις πιο «γυναικείες» ταινίες του Μπέργκμαν και είμαι σίγουρος ότι όταν την είδα με τον πατέρα μου (τον οποίο πάντα θα ευγνωμονώ που με μύησε στο σινεμά) δεν κατάλαβα τίποτε. Μπορεί να μην κατάλαβα και όταν την ξανάδα, γιατί την ξανάδα. Ολες τις ταινίες του Μπέργκμαν τις βλέπεις πάνω από μια φορά, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά· έχεις πάντα την αίσθηση ότι κάτι έχασες, κάτι δεν πρόσεξες και σου διέφυγε, ή απλώς πρέπει να την ξαναδείς γιατί σου άρεσε.
Το «Κραυγές και ψίθυροι» μιλά για τις τελευταίες ημέρες μιας καρκινοπαθούς που αργοπεθαίνει στο πατρικό της όπου βρίσκονται οι αδελφές και η πιστή υπηρέτριά τους. Δυσάρεστες μνήμες, ενοχές, πόνος ψυχικός και σωματικός. Αυτό που εκ πρώτης μου έρχεται πάντα στο μυαλό είναι να με καταπνίγει η αγχωτική ατμόσφαιρα της ταινίας, που σε συνδυασμό με μια πολύ καυτή αυγουστιάτικη βραδιά με έκανε να αισθάνομαι τρομερά άβολα, μέσα στον ιδρώτα και μια θλίψη γι’ αυτό που έβλεπα.
Από την ίδια την ταινία τώρα, αυτό που με εντυπωσίασε και δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή μου να ξεχάσω είναι το βαθύ κόκκινο χρώμα που την έλουζε. Είναι το χρώμα που εδώ κυριαρχεί πολύ έντονα. Μα γιατί, αναρωτιόμουν τότε, κάθε κάδρο του Σβεν Νίκβιστ, του σπουδαίου όπως θα μάθαινα αργότερα διευθυντή φωτογραφίας του Μπέργκμαν, είναι σαν να το βλέπεις μέσα από μια γάζα βουτηγμένη στο αίμα; Τι να σημαίνει άραγε αυτό;
Αργότερα έμαθα, μελετώντας το έργο του και διαβάζοντας συνεντεύξεις του, ότι ανέκαθεν ο Μπέργκμαν φανταζόταν την ψυχή του ανθρώπου σαν μια «κόκκινη, υγρή μεμβράνη». Συνεπώς οι αποχρώσεις του κόκκινου που διακρίνονται συνεχώς στις «Κραυγές» μπορούν να ερμηνευθούν ως «ψυχές σε απόγνωση» και καταπλακώνουν, πράγματι σαν μεμβράνη, το μάτι του θεατή, προκαλώντας του όντως μια κατάσταση άγχους, την κατάσταση στην οποία εγώ ο ίδιος είχα βρεθεί.
Το παράξενο είναι ότι στην πραγματικότητα, κατά τα γυρίσματα της ταινίας, ο μόνος που είχε τρομερό άγχος ήταν ο ίδιος ο Μπέργκμαν, όχι όμως τόσο εξαιτίας των καλλιτεχνικών του ανησυχιών, όσο των απολύτως ρεαλιστικών: γύριζε την ταινία καταχρεωμένος, χωρίς να την έχει προπωλήσει και χωρίς να έχει πληρώσει ούτε τους τεχνικούς αλλά ούτε και τους ηθοποιούς του.
Δεν έχει βέβαια σημασία που αυτά τα έμαθα αργότερα, διαβάζοντας μελέτες για τον Μπέργκμαν και τις εμμονές του. Σημασία έχει ότι ο Μπέργκμαν πέτυχε. Μου έδωσε κάτι σε μια ταινία του το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Να για μένα το μεγαλείο αυτού του σκηνοθέτη. Πάντα σου δίνει κάτι που θα σκέφτεσαι πάντα και δεν θα ξεχάσεις ποτέ: μια παρτίδα σκάκι ανάμεσα σε έναν σταυροφόρο και τον Χάρο (Η έβδομη σφραγίδα), μια τραγική εξομολόγηση μέσα σε μια παγωμένη εκκλησία (Οι κοινωνούντες/ Χειμωνιάτικο φως), μια βάρκα που πλέει ανάμεσα σε πτώματα (Η ντροπή), μια σμπαραλιασμένη οικογένεια σε μια ερημική παραλία (Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη), δυο γυναικεία πρόσωπα που συμπληρώνουν το ένα το άλλο (Περσόνα).