Υπήρξε μια περίοδος, εκεί στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, που όποιο κανάλι της αμερικανικής τηλεόρασης και αν έβαζες μπροστά σου θα έβλεπες τη Σερ. Ιδιαίτερα το 1988 ήταν η χρονιά που η Σέριλιν Σαρκισιάν, όπως είναι το πραγματικό ονοματεπώνυμό της, πετούσε κυριολεκτικά στα ουράνια. Σοβαρές ταινίες της όπως οι «Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ», «Μάσκα» και «Υποπτοι» παίζονταν αλλεπάλληλα στην καλωδιακή τηλεόραση, την ώρα που το ΜTV μετέδιδε διαρκώς μουσικά βίντεό της όπου η Σερ εμφανιζόταν ως βαμπίρ. Ηταν η χρονιά που της δόθηκε το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου για το φιλμ «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού» και δεν υπήρχε νυχτερινό talk show που να μην την είχε φιλοξενήσει.
Το πρόσωπό της φιγουράριζε στο εξώφυλλο κάθε περιοδικού του δυτικού κόσμου, η φωνή της ακουγόταν σε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Ηταν γυναίκα-φαινόμενο και είχε κατακτήσει αυτή τη θέση με το σπαθί της και ύστερα από πολλή προσπάθεια. Η εξέλιξή της από μονοδιάστατη τηλεοπτική persona –όπως την είχαν αποκαλέσει –σε πλήρη καλλιτέχνιδα υπήρξε μοναδικά υποδειγματική· ό,τι κι αν έπιανε η Σερ στα χέρια της το έφερνε εις πέρας με αξιοθαύμαστο επαγγελματισμό: μουσικά άλμπουμ, τηλεόραση, εμφανίσεις σε σόου του Λας Βέγκας, Μπρόντγουεϊ, κινηματογράφος.
Αυτό το τελευταίο, ο κινηματογράφος, το μέσο για το οποίο η Σερ κόπιασε περισσότερο στη ζωή της, φαίνεται ότι από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να είναι η απόλυτη προτεραιότητά της, αν και στη σχετικά μικρή φιλμογραφία της –μόλις μια ντουζίνα ταινίες –δεν θα βρεις κάποια που να μην έχει έστω και λίγο ενδιαφέρον.
Οι μακροχρόνιες απουσίες της από τη μεγάλη οθόνη κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρουσες τις επιστροφές της, κάτι που φαίνεται με την τελευταία ταινία της «Mamma Mia! Here we go again», στην οποία, σε έναν ρόλο-πραγματική έκπληξη, παίζει και πάλι στο πλευρό της Μέριλ Στριπ, συμπρωταγωνίστριά της στην «Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ». Πριν από αυτή τη συνέχεια του γνωστού μιούζικαλ, που θα παίζεται από την Πέμπτη 19 Ιουλίου και στην Ελλάδα, η Σερ είχε παίξει στο «Burlesque», μια ταινία του 2011· μια ολόκληρη επταετία απουσίας της από τον κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ένα από τα παρατσούκλια της στον χώρο της σόου μπίζνες είναι «The queen of comebacks» –«Η βασίλισσα των επιστροφών». «Είμαι σαν τα πλαστικά σκουπίδια» είχε κάποτε πει για τις θρυλικές επιστροφές της. «Δεν διασπώνται στο περιβάλλον!».

Τραυματικά παιδικά χρόνια
Η ζωή της Σερ έχει υπάρξει θυελλώδης και αυτή η θύελλα αρχίζει από τα παιδικά της κιόλας χρόνια. Πρώτα απ’ όλα, είχε τρεις διαφορετικούς πατέρες, αφού η μητέρα της παντρεύτηκε οκτώ (!) φορές. Ο φορτηγατζής βιολογικός πατέρας της, ο αρμενικής καταγωγής Τζον Σαρκισιάν, ήταν ηρωινομανής και συχνός επισκέπτης των φυλακών. Η Σερ δεν τον γνώρισε παρά μόνον όταν είχε γίνει 11 χρονών και κατά δήλωσή της «τον συμπάθησα για περίπου ενάμισι λεπτό».
Σύμφωνα με την ίδια τη Σερ, η αθεράπευτη καταναλωτική μανία που θα την έπιανε με το που κέρδισε για πρώτη φορά χρήματα οφείλεται στη φτώχεια μέσα στην οποία μεγάλωσε ως παιδί. Η αλήθεια πάντως είναι ότι μετά το παράκανε, σπαταλώντας τα χρήματά της σε απίστευτα κιτς καταναλωτικά αγαθά, όπως απίστευτα κιτς ήταν οι κατά καιρούς εξωφρενικά κακόγουστες ενδυματολογικές προτιμήσεις ή οι κομμώσεις της. Η μητέρα της είχε κι εκείνη καλλιτεχνικές φιλοδοξίες που δεν ευοδώθηκαν ποτέ. Στα 16 η Σερ έκανε την επανάστασή της, ξέφυγε από το περιβάλλον που την έπνιγε. «Κόντυνε» σε τρία μόλις γράμματα το τεράστιο ονοματεπώνυμό της και έγινε ζευγάρι με τον κατά 12 χρόνια μεγαλύτερό της Σόνι Μπόνο, που την παντρεύτηκε και την προώθησε στον χώρο της σόου μπίζνες. Πριν από τη γνωριμία της με τον Σόνι Μπόνο, πάντα στα 16, είχε και μια σύντομη σχέση με τον Γουόρεν Μπίτι, όπως δήλωσε με απροκάλυπτα χυδαίο τρόπο σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Playboy».

Η ζωή με τον Σόνι Μπόνο
Mε τον Σόνι Μπόνο η Σερ «έχτισε» ένα ντουέτο-σύμβολο της pop στη δεκαετία του 1960. Φορώντας εκκεντρικά ρούχα, με κομμώσεις αλλόκοτες και εξεζητημένο μακιγιάζ, οι «Σόνι και Σερ» έπλασαν το αρχέτυπο της εικόνας των «παιδιών των λουλουδιών» της εποχής. Η επιτυχία τους «I got you babe», το πρώτο τους νούμερο το 1965, όταν η Σερ ήταν μόλις 19 χρονών, τραγουδιέται ακόμη και σήμερα.
Δεν είναι το μόνο τραγούδι τους που δεν έχει ξεχαστεί. Στην αρχή η Σερ τραγουδούσε σόλο, με τον Σόνι στο παρασκήνιο να γράφει τη μουσική και τους στίχους των τραγουδιών και να οργανώνει την παραγωγή τους. Ωστόσο οι δίσκοι δεν πουλούσαν και ήταν ιδέα του Σόνι να γίνουν ντουέτο. Αργότερα, όταν η Σερ θα άρχιζε να νιώθει εγκλωβισμένη στο ντουέτο, εκείνος θα την αποθάρρυνε διαρκώς να ξεκινήσει σόλο καριέρα. Στα πρώτα βήματά τους είχαν χρησιμοποιήσει διαφορετικά ονόματα, «Καίσαρ και Κλειώ», όμως αργότερα επανήλθαν στα πραγματικά τους και έτσι γεύτηκαν την επιτυχία. Από το 1965 μέχρι το 1972 το ντουέτο μέτρησε έξι τραγούδια του στη δεκάδα των κορυφαίων επιτυχιών της κάθε χρονιάς –ένα από αυτά τα τραγούδια το κλασικό «The beat goes on» το 1967. Η ανταπόκριση του κόσμου δεν πέρασε απαρατήρητη από τους ισχυρούς της τηλεόρασης, οπότε μετά τις αμέτρητες γκεστ εμφανίσεις τους το 1971 απέκτησαν το δικό τους τηλεοπτικό σόου «The Sonny and Cher Comedy Hour», στο οποίο μάλιστα εμφανιζόταν και η κόρη τους Τσαζ Μπόνο. Πίσω όμως από την εικόνα της τηλεόρασης, η σχέση Σόνι και Σερ ήταν γεμάτη φουρτούνες και πόνο. Η Σερ προσπαθούσε να ξεφύγει από τη δημαγωγική συμπεριφορά του Σόνι που ήθελε να ελέγχει σε όλα τη ζωή και την καριέρα της. Ενα διαζύγιο, το 1974, ήταν, θα μπορούσες να πεις, αναπόφευκτο, συν τω ότι είχε επίπτωση στην τηλεοπτική καριέρα τους. Προσπάθησαν να ακολουθήσουν σόλο καριέρα στην τηλεόραση, αλλά κανείς δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται να τους βλέπει ξεχωριστά. Οταν το 1976 η καριέρα τους τούς επέταξε να ενωθούν ξανά στο «The Sonny and Cher Show», το κοινό δεν δέχθηκε το «φιλικό διαζευγμένο ζεύγος» και η θεαματικότητά τους πήρε την κάτω βόλτα.
Nαρκωτικά και μητρότητα
Ενας κύκλος έκλεινε και ο νέος που επρόκειτο να ανοίξει δεν ήταν καλύτερος. Μετά τον χωρισμό της από τον Σόνι Μπόνο (που αργότερα θα ακολουθούσε καριέρα στην πολιτική και το 1998 θα σκοτωνόταν σε ατύχημα κάνοντας σκι) και ενώ μεσολάβησε μια σχέση με τον σημαντικό παράγοντα της μουσικής βιομηχανίας Ντέιβιντ Γκέφεν –αντιπρόεδρο εκείνη την εποχή της εταιρείας κολοσσού Asylum -, η Σερ ξαναπαντρεύτηκε. Σειρά είχε ο Γκρεγκ Αλμαν του διάσημου συγκροτήματος The Alman Βrothers Band. Μια κακή επιλογή· ο Αλμαν ήταν βουτηγμένος μέχρι τον λαιμό στα ναρκωτικά, η Σερ έφευγε και επέστρεφε, έφευγε και επέστρεφε (η ίδια είναι εχθρός των ναρκωτικών αλλά και του καπνίσματος). Στα τρία χρόνια του γάμου τους έκαναν και ένα παιδί μαζί, τον Ελάιτζα Μπλου. Περιέργως, ενώ η σχέση τους είχε τελειώσει για τη Σερ όταν τον είδε να λιποθυμά από τα ναρκωτικά με το κεφάλι μέσα σε μια πιατέλα μακαρόνια, ήταν ο Αλμαν εκείνος που τελικά την άφησε, κάτι που η Σερ έμαθε από τον ατζέντη της: κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος τηλεοπτικών γυρισμάτων, της τηλεφώνησε για να την ενημερώσει ότι ο σύζυγός της είχε κάνει αίτηση διαζυγίου.
Μέσα σε όλη αυτή τη χαοτική κατάσταση στα προσωπικά της, η Σερ ένιωθε ότι η επαγγελματική της πορεία πήγαινε στράφι. Τα νούμερα των τηλεθεάσεων έπεφταν και οι εμφανίσεις της σε νάιτ κλαμπ του Λας Βέγκας δεν ήταν η καλύτερη αντιπρόταση. Εκεί την είδε όμως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και εκείνος ήταν που παρατήρησε πρώτος τις δυνατότητές της στην υποκριτική, χωρίς ωστόσο να της δώσει μια ευκαιρία. Αυτό εξάλλου ήταν το βασικό πρόβλημα: η Σερ δεν δεχόταν σοβαρές κινηματογραφικές προτάσεις ακριβώς επειδή το όνομά της είχε συνδεθεί με την πιο light πλευρά της σόου μπίζνες. Σε μια προσπάθεια να στραφεί ξανά στο τραγούδι, ίδρυσε ένα γκρουπ ονόματι Black Rose, με το οποίο έβγαλε ένα δίσκο. Οι κακές κριτικές όμως σήμαναν το τέλος και αυτής της προσπάθειας.
Ενα από τα πιο καίρια βήματα της Σερ σε ό,τι έχει σχέση με την καριέρα της ήταν η απόφασή της να πάει στη Νέα Υόρκη για να διδαχθεί υποκριτική. Πήγε στο ιδανικότερο μέρος, το Actors Studio. Βρέθηκε προ εκπλήξεως όταν άκουσε τον γκουρού των δασκάλων υποκριτικής, τον Λι Στράσμπεργκ, να της λέει ότι είναι πραγματικά πολύ καλή και ότι δεν χρειάζεται να μάθει κάτι παραπάνω. Στη Νέα Υόρκη η Σερ ήρθε σε επαφή με το θέατρο, όμως και πάλι η ελαφράδα του παρελθόντος της τής στεκόταν εμπόδιο. Εκανε οντισιόν και «έτρωγε» πόρτα. Ενίοτε επέστρεφε στο Λας Βέγκας για εμφανίσεις σε νάιτ κλαμπ για τα προς το ζην.
Είναι πολύ πιθανόν κάποια τηλέφωνα να συνέβαλαν τελικά στην απόφαση του σπουδαίου σκηνοθέτη Ρόμπερτ Ολτμαν («MASH», «Ο Δρ Τ. και οι γυναίκες», «Πρετ α πορτέ») να την επιλέξει για το καστ του θεατρικού που εκείνη την εποχή θα ανέβαζε στο Μπρόντγουεϊ. Το έργο ήταν ένας φόρος τιμής προς τον Τζέιμς Ντιν ονόματι «Come back to the five and dime Jimmy Dean, Jimmy Dean». Δεν ήταν σπουδαίες οι κριτικές που πήρε η παράσταση, κανείς όμως δεν μίλησε αρνητικά για τη Σερ. Την ίδια χρονιά ο Ολτμαν πέρασε στον κινηματογράφο το «Come back to the five and dime Jimmy Dean, Jimmy Dean» και η Σερ εκεί έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της. Είχε αναδειχθεί, επιτέλους, για πρώτη φορά το σοβαρό πρόσωπό μιας δραματικής ηθοποιού.
Ενας από τους θεατές του θεατρικού του Ολτμαν ήταν ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς, τεράστιο όνομα εκείνη την εποχή, με ταινίες όπως «Ο πρωτάρης» και «Η γνωριμία της σάρκας» στο ενεργητικό του, ένα Οσκαρ σκηνοθεσίας για το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». Ο Νίκολς εξεπλάγη όταν την είδε στο «Jimmy Dean». Η συνάντησή τους στα καμαρίνια ήταν μια από τις πιο όμορφες στιγμής για τη Σερ διότι της πρότεινε έναν δεύτερο ρόλο στην ταινία που επρόκειτο να γυρίσει με τη Μέριλ Στριπ. Ο Νίκολς ένιωθε κάπως άσχημα διότι η Σερ τον είχε προσεγγίσει στο παρελθόν για να του ζητήσει να παίξει σε μια παλαιότερη ταινία του, τους «Προικοθήρες» με τον Γουόρεν Μπίτι και τον Τζακ Νίκολσον, και εκείνος είχε αρνηθεί. Στην περίπτωση της νέας ταινίας τού είπε «ναι» χωρίς καν να διαβάσει το σενάριο. Η ευκαιρία να παίξει δίπλα στη Στριπ ήταν κάτι που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να χαθεί. Και όχι μόνο δεν χάθηκε, αλλά οδήγησε τη Σερ για πρώτη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ (Β’ ρόλου) παρότι, όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες, το κοινό γελούσε διαβάζοντας στους τίτλους αρχής το όνομά της.
Η αποκάλυψη και το Oσκαρ
Ενα από τα προβλήματα του Μάικ Νίκολς στα γυρίσματα της «Εξαφάνισης της Κάρεν Σίλκγουντ» ήταν πώς να την παρουσιάσει άσχημη. Στην ταινία η Σερ παίζει τη λεσβία φίλη της Στριπ, η οποία στον ρόλο της ηρωίδας του τίτλου υποδύεται την εργάτρια σε πυρηνικό εργοστάσιο που μολύνθηκε από ραδιενέργεια και σκοτώθηκε υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Η Σερ έπρεπε να δείχνει ατημέλητη, αχτένιστη και άβαφη, σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που είχε ώς τότε συνηθίσει το κοινό. Ο Νίκολς την έντυσε με φαρδιά ανδρικά παντελόνια, της πρότεινε να απαλλαγεί τελείως από το μακιγιάζ αλλά και από το χτένισμα. Υπάρχει μάλιστα μια φήμη που λέει ότι ο Κερτ Ράσελ, ο οποίος παίζει τον βασικό ήρωα της ταινίας, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την εμφάνισή της, που, όταν τη σχολίασε, το σχόλιο ακούστηκε σαν προσβολή. Η Σερ κλείστηκε στην τουαλέτα και έκλαψε με λυγμούς. Ομως τα αγαθά κόποις κτώνται και το αποτέλεσμα ήταν η καταξίωση της Σερ ως σοβαρής ηθοποιού, αλλά και μια υποψηφιότητα στα Οσκαρ, στην κατηγορία του Β’ γυναικείου ρόλου. Και όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ήταν να μην γίνει η αρχή. Οι προτάσεις για σοβαρούς ρόλους άρχισαν να πέφτουν βροχή, μια ειρωνεία για την ηθοποιό που μέχρι τότε δεν θεωρούνταν καν ηθοποιός. Για τη «Μάσκα», όπου υποδύθηκε τη μητέρα ενός υδροκέφαλου αγοριού (Ερικ Στολτς), η Σερ κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και δύο χρόνια αργότερα ήρθε το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου για την ταινία «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού». Ηταν πολύ καλή ως δικηγόρος του Λίαμ Νίσον στους «Υπόπτους» αλλά και ως μια από τις «Μάγισσες του Ιστγουικ», ταινία που δεν είχε κινήσει το ενδιαφέρον της, αλλά ήθελε να παίξει μόνο και μόνο για να συμπρωταγωνιστήσει με τον φίλο της Τζακ Νίκολσον.
Eνας δύσκολος χαρακτήρας
Η Σερ δεν είναι εύκολος άνθρωπος στις συνεργασίες της. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Μάσκα» με τις διαρκείς διαφωνίες της με τον σκηνοθέτη Πίτερ Μπογκντάνοβιτς. Η Σερ ήθελε να αποδώσει με διαφορετικό τρόπο την ηρωίδα της και πέρασε το δικό της. Στο τέλος των γυρισμάτων σχεδόν δεν μιλιόντουσαν. Σκληρή με την προστασία της περσόνας της, η Σερ έχει κάνει μήνυση στα περιοδικά «Paris Match» και «Bunte» επειδή δημοσίευσαν ότι έχει αλλάξει ζυγωματικά και σαγόνι. Ηταν λάθος, η Σερ έχει αλλάξει μόνο… τη μύτη, τα δόντια και το στήθος της, γιατί «δικά μου είναι τα βυζιά και ό,τι θέλω τα κάνω!». Για τις ερωτικές περιπέτειες που είχε κατά καιρούς με νεότερούς της άνδρες την έχουν αποκαλέσει «γυναίκα που κλέβει τα αρσενικά από την αγκαλιά τής μάνας τους», αλλά ακόμα κι αυτό δεν την πειράζει γιατί, όπως είχε πει και η γιαγιά της, όταν η Σερ την είχε ρωτήσει την ηλικία της, «νιώθω 17». Με τη φήμη, πάντως, η Σερ έχει αναπτύξει μια πολύ συγκεκριμένη σχέση. Θα μπορούσες να πεις ότι ενώ της αρέσει, δεν την εμπιστεύεται. Η ταλαιπωρία που έχει περάσει από τα δημοσιεύματα και τα ρεπορτάζ που την αφορούν έχει αφήσει σημάδια, όμως η Σερ ήταν και είναι αρκετά έξυπνη ώστε να ξέρει πολύ καλά ότι αυτό, ούτως ή άλλως, ήταν μέρος του παιχνιδιού. Εξάλλου, όπως έχει η ίδια πει, «δεν μπορείς να προετοιμαστείς για όσα δεν ξέρεις ότι θα ακολουθήσουν. Στην αρχή είσαι σίγουρη ότι δεν θα γίνεις διάσημη. Στη συνέχεια δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα γίνεις τόσο διάσημη όσο τελικά θα γίνεις. Μετά λες ότι η φήμη δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ. Και πάει λέγοντας…».

Οι στιγμές θριάμβου

1965

Kυκλοφορεί τo άλμπουμ της με τον Σόνι Μπόνο «Look at us» με την επιτυχία «I got you babe».

1966
Kυκλοφορεί τo σινγκλ «Bang Bang (My baby shot me down)» που θα κάνει παραπάνω από 1 εκατ. πωλήσεις και θα διασκευαστεί δεκάδες φορές.
1971
Αρχίζει το τηλεοπτικό σόου «The Sonny and Cher Comedy Hour», μια τεράστια επιτυχία.
1982
Παίζει στο Μπρόντγουεϊ στο θεατρικό έργο «Come back to the five & dime, Jimmy Dean, Jimmy Dean» και η κριτική την δέχεται για πρώτη φορά ως ηθοποιό.
1983
Υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ ρόλου για την ταινία «Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ».
1985
Βραβείο ερμηνείας στις Κάννες για τη «Μάσκα».
1988
Οσκαρ Α’ ρόλου για την ταινία «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού».
1998
Κυκλοφορεί το «Believe» –η μεγάλη επιστροφή της στα τσαρτ. Στην Αγγλία παραμένει το Νο 1 σε πωλήσεις άλμπουμ γυναίκας καλλιτέχνιδας.
2002-2005
Η τουρνέ της «Living Proof: The Farewell Tour» γίνεται μια από τις πιο επιτυχημένες όλων των εποχών με 250 εκατ. δολάρια έσοδα.
2013
Το άλμπουμ «Closer to the truth» γίνεται το πιο επιτυχημένο σόλο άλμπουμ της καριέρας της.