Η αμερικανική οικονομία ανθίζει αλλά οι ΗΠΑ απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον πολιτισμένο κόσμο. Η προεδρία Τραμπ ενσαρκώνει αυτή την απομάκρυνση, ιδιαίτερα μετά την οκταετία του Ομπάμα όπου οι μονόφθαλμοι μεταξύ των τυφλών προσπαθούσαν να εφαρμόσουν smart power χωρίς να διαταράξουν το Κατεστημένο. Σήμερα, οι Αμερικανοί, με τον περιβόητο υλισμό τους, είναι πιο ευχαριστημένοι: χαμηλή ανεργία, φρενιτιώδης κατανάλωση, υψηλά επιχειρηματικά κέρδη. Τα υπόλοιπα -ευτελής παιδεία, εξωφρενικό κόστος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ασυδοσία των μεγάλων επιχειρήσεων, φθορά υποδομών- δεν τους ανησυχούν: ανησυχούν εμάς, τους Ευρωπαίους, που έχουμε διαφορετικά κριτήρια. Κυρίως, μας ανησυχεί το χάσμα μεταξύ του 1% των δισεκατομμυριούχων και του 20% των φτωχών· η οικονομική ανισότητα τριτοκοσμικού τύπου η οποία προστίθεται σε άλλα παρόμοια πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Ακούγεται μελό: η προεδρία Τραμπ είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της αμερικανικής δημοκρατίας. Το ίδιο πιστεύαμε επί Τζορτζ Γ. Μπους -αλλά η κατάσταση μπορούσε να επιδεινωθεί και επιδεινώθηκε. Ο Ομπάμα δεν άλλαξε τον προσανατολισμό της πολιτικής: δεν εννοώ ριζικά· εννοώ, για παράδειγμα, τον έλεγχο των αρπακτικών της Γουόλ Στριτ ή την προστασία των ελευθεριών τις οποίες περιορίζει ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» καταργώντας την Τέταρτη Τροπολογία του Συντάγματος και ενισχύοντας τερατωδώς το αστυνομικό κράτος. Οι ηγεσίες εκμεταλλεύτηκαν τόσο την 9/11 ώστε καθιστούν αληθοφανείς τις θεωρίες συνωμοσίας. Και ο Ομπάμα δεν εξήγησε στους Αμερικανούς γιατί αυτή η πολιτική είναι λανθασμένη, ούτε έκλεισε τις φυλακές στο Γκουαντάναμο -ένα αμερικανικής εμπνεύσεως φυτώριο ισλαμοφασιστών· δεν άντεξε την αντιπολίτευση και το λεγόμενο πολιτικό κόστος. Όσο για την εξωτερική πολιτική, στη Λιβύη επανέλαβε την παλιά, εκ των προτέρων αποτυχημένη, τακτική «αλλαγής καθεστώτος» (κατά την οποία οι ΗΠΑ δαπανούσαν 10 εκατομμύρια ημερησίως), ενώ στο Πακιστάν, όπου στο παρελθόν οι ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν τους ισλαμιστές, δεν ξεκαθάρισε τη θέση του ούτε για τα πυρηνικά όπλα, ούτε για την πακιστανική στήριξη των φονταμενταλιστών. Ακολούθησε την πεπατημένη· περπατούσε, τρόπον τινά, πάνω σε αυγά. Αλλά τουλάχιστον δεν δίχαζε τον δυτικό κόσμο, ούτε έκανε επίδειξη πολεμοχαρούς πνεύματος. Γι’ αυτό τον νοσταλγούμε.
Το πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης μετά το 2008 διέσωσε τις τράπεζες, συνέβαλε στην αντιμετώπιση της ανεργίας -βοηθώντας τις επιχειρήσεις να κάνουν προσλήψεις- αλλά δεν βελτίωσε τα τριτοκοσμικά νούμερα: το 21% των παιδιών ζουν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας κι ένας από τους λόγους είναι δημογραφικός· στα χαμηλά στρώματα, τον οικογενειακό προγραμματισμό καταστέλλουν οι εκκλησίες. Το πρόβλημα με την αμερικανική φτώχεια είναι ότι δεν μπορείς να δραπετεύσεις από αυτή. Και παρά τη δειλή προσπάθεια της Affordable Act, το δίχτυ κοινωνικής ασφαλείας είναι διάτρητο. Οι αντιαμερικανοί -τόσο όσοι γνωρίζουν την αμερικανική κοινωνία, όσο κι εκείνοι που έχουν σκοτεινές φαντασιώσεις- δικαιώνονται από την αποτυχία του Ομπάμα: οι καλές του προθέσεις έπεσαν σε τυφλό τοίχο. Και η κατάσταση που βρήκε ο Τραμπ τού ταιριάζει: δημόσια σχολεία που δεν προσφέρουν μόρφωση, έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, χαμηλό έως μηδενικό ποσοστό συνδικαλισμένων εργατών και μηχανισμός κοινωνικής πρόνοιας που δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να μοιράζει τρόφιμα κάκιστης ποιότητας μέσω των κουπονιών σίτισης. Ο Ομπάμα δεν θέλησε να αποκτήσει εχθρούς στην Αμερική των επιχειρήσεων: αλλά, αν δεν αποκτήσεις εχθρούς στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, στην Βig Farma, στα λόμπι, στις ασφαλιστικές, στις χρηματιστηριακές, δεν κάνεις τίποτα για τον απλό άνθρωπο, για τη διαφάνεια και τη δημοκρατία.
Το αμερικανικό σύστημα μπορεί να αναπτυχθεί οικονομικά ακόμα περισσότερο στη γραμμή που έχει χαράξει: τουτέστιν, να ιδρυθούν εκατομμύρια επιχειρήσεις που να παρέχουν προϊόντα και υπηρεσίες από απαραίτητες μέχρι περιττές ή βλαβερές. Πλην όμως, όλο και περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες αφορούν την ασφάλεια, την επιτήρηση: η πλειοψηφία έχει πεισθεί ότι όλα αυτά εργάζονται υπέρ της· πλην όμως αυτό δεν ισχύει. Η αμερικανική κατασκοπία, ένα εξωφρενικό δίκτυο από υπηρεσίες και πράκτορες, θυμίζει μια παλιά διαφήμιση της σοκολάτας Κit-Kat: στον έλεγχο των διαβατηρίων, καθώς ο υπάλληλος κάνει διάλειμμα για να φάει τη σοκολάτα, περνάνε βομβιστές, λαθρέμποροι και καμηλοπαρδάλεις· όταν επιστρέφει στο πόστο του, περνάει μια γλυκιά γριούλα την οποία σταματάει και την υποβάλλει σε εξονυχιστική σωματική έρευνα. Μόνο με ευέλικτες, όχι γραφειοκρατικές, υπηρεσίες πληροφοριών, καθώς και με αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής, μπορούμε να μιλάμε για ασφάλεια των πολιτών. Κι αυτού του είδους η ασφάλεια, όπως οι υποδομές, η υγεία, τα σχολεία, απαιτούν φόρους που οι Αμερικανοί αρνούνται να πληρώσουν. Και χειροκροτούν τον Ντόναλντ Τραμπ που μειώνει τη φορολογία: οι Αμερικανοί θα καταλάβουν τι σημαίνει μείωση της φορολογίας όταν όσα θεωρούν δεδομένα -δρόμους, δίκτυα, παροχές- δεν θα είναι δεδομένα.
Οδηγηθήκαμε στον Ντόναλντ Τραμπ, ουσιαστικά στην άκρα δεξιά, μέσα από τον συνδυασμό της ατολμίας του Ομπάμα και του φανατισμού των Αμερικανών συντηρητικών. Το ύφος άσκησης εξουσίας επί Ομπάμα, εκτός του ότι αναμόχλευσε τα φυλετικά πάθη, αποξένωσε τους κατοίκους της ενδοχώρας: οι χωρικοί δεν ενδιαφέρονται ούτε για την παιδεία, ούτε για τον πολιτισμό, ούτε για το περιβάλλον· ενδιαφέρονται για το χρήμα. Και έχουν μεγαλώσει με ιστορικά ψέματα τα οποία διαμορφώνουν μια στρεβλή εικόνα των ΗΠΑ και του κόσμου.
Το ύφος της πολιτικής είναι πολιτική· η αισθητική της είναι πολιτική. Σ’ αυτό ο Ομπάμα είχε πλεονέκτημα. Και συχνά δεν έκρυβε την ανυπομονησία του να απαλλαγούν οι ΗΠΑ από τους αναχρονισμούς της θρησκείας, της οπλοφορίας και της αγοραίας κουλτούρας. Αλλά η εκδίκηση γι’ αυτό το ύφος ήταν σκληρή: ο Τραμπ που τον διαδέχτηκε ως αντι-Ομπάμα, εκτός του ότι ασκεί αλλοπρόσαλλη πολιτική, διακρίνεται από πρωτοφανή χυδαιότητα. Το τραμπικό πρότυπο συμπεριφοράς διαχέεται στους πολίτες και τους καθησυχάζει: ο πρόεδρος δεν είναι καλύτερός τους· δεν έχει μόρφωση, δεν έχει τρόπους· δεν είναι ωραίος· δεν είναι καν έξυπνος. Είναι «απλώς» πάρα πολύ πλούσιος, filthy rich· άρα, με την αμερικανική λογική, ξέρει τι κάνει με το ένστικτο και την κοινή λογική.