Ετσι στη Δήλωση της διάσκεψης εκφράζεται η ανυπόκριτη ικανοποίηση καθώς «όλοι οι σύμμαχοι έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα ποσά που δαπανούν για την άμυνα, ενώ τα δύο τρίτα απ’ αυτούς έχουν εκπονήσει εθνικά σχέδια για την αύξηση των αμυντικών τους δαπανών στο 2% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος μέχρι το 2024». Προφανώς έχουμε μπει σε μια επικίνδυνη διαδικασία για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Μια κούρσα αύξησης των στρατιωτικών δαπανών που, εάν δεν χαλιναγωγηθεί κάπως, μπορεί να έχει έντονα αρνητικές συνέπειες τελικά και για την παγκόσμια οικονομία αλλά και για την περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα παρά τα αντίθετα επιχειρήματα που εκφράζονται κυρίως από πλευράς ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τρεις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία έχουν αμυντικές δαπάνες στο 1,24%, 0,93% και 1,18% αντίστοιχα. Η Γερμανία, η οποία πιέζεται ισχυρότερα από τις ΗΠΑ, εμφανίζεται εντελώς απρόθυμη να αυξήσει το όριο των δαπανών στο 2% προβάλλοντας μια δέσμη επιχειρημάτων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως ότι η συμβολή μιας χώρας στη σταθερότητα, αποτροπή ή επίλυση συγκρούσεων είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και όχι απλώς και μόνο του ύψους των στρατιωτικών δαπανών.
Και στο πεδίο αυτό η Ευρώπη έχει τις καλύτερες συγκριτικά επιδόσεις. Δαπανά το 0,46% του ΑΕΠ σε αναπτυξιακή βοήθεια έναντι 0,12% των ΗΠΑ. Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ αφιερώνουν το υψηλό ποσοστό του 3,5% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες προκειμένου να καλύψουν ευρύτερες παγκόσμιες δεσμεύσεις. Η Ευρώπη (ΕΕ) συλλογικά θα πρέπει βέβαια να ενισχύσει τις δαπάνες για την οικοδόμηση της κοινής της ευρωπαϊκής άμυνας για την προστασία των εξωτερικών της συνόρων, επίλυση κρίσεων κ.λπ.