Τελικά εάν λάβει κάποιος στα σοβαρά τη Δήλωση της διάσκεψης κορυφής του ΝΑΤΟ, καθώς και τη ρητορική του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, το μείζον θέμα του παγκόσμιου συστήματος είναι… η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών! Τα οξύτατα προβλήματα και προκλήσεις θα λυθούν εάν οι 29 χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ αυξήσουν το ύψος των στρατιωτικών τους δαπανών στο 2% του ΑΕΠ αμέσως και στο 4% μεσοπρόθεσμα. Και αυτό ήταν το θέμα που κυριάρχησε στη νατοϊκή διάσκεψη κορυφής.

Ετσι στη Δήλωση της διάσκεψης εκφράζεται η ανυπόκριτη ικανοποίηση καθώς «όλοι οι σύμμαχοι έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα ποσά που δαπανούν για την άμυνα, ενώ τα δύο τρίτα απ’ αυτούς έχουν εκπονήσει εθνικά σχέδια για την αύξηση των αμυντικών τους δαπανών στο 2% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος μέχρι το 2024». Προφανώς έχουμε μπει σε μια επικίνδυνη διαδικασία για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Μια κούρσα αύξησης των στρατιωτικών δαπανών που, εάν δεν χαλιναγωγηθεί κάπως, μπορεί να έχει έντονα αρνητικές συνέπειες τελικά και για την παγκόσμια οικονομία αλλά και για την περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα παρά τα αντίθετα επιχειρήματα που εκφράζονται κυρίως από πλευράς ΗΠΑ.

ΤΟ ΝΑΤΟ εκτιμάται ότι δαπανά σήμερα (2018) 1,5% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες. Πέντε χώρες-μέλη του φθάνουν ή ξεπερνούν το όριο του 2% του ΑΕΠ. Πρόκειται για τις ΗΠΑ (3,5%), Ελλάδα (2,27%), Εσθονία (2,14%), Ηνωμένο Βασίλειο (2,10%) και Λετονία (2%). Οι υπόλοιπες χώρες-μέλη βρίσκονται αισθητά κάτω του 2%, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες συλλογικά φθάνουν το 1,2%.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τρεις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία έχουν αμυντικές δαπάνες στο 1,24%, 0,93% και 1,18% αντίστοιχα. Η Γερμανία, η οποία πιέζεται ισχυρότερα από τις ΗΠΑ, εμφανίζεται εντελώς απρόθυμη να αυξήσει το όριο των δαπανών στο 2% προβάλλοντας μια δέσμη επιχειρημάτων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως ότι η συμβολή μιας χώρας στη σταθερότητα, αποτροπή ή επίλυση συγκρούσεων είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και όχι απλώς και μόνο του ύψους των στρατιωτικών δαπανών.

Παρεμφερή επιχειρήματα προβάλλει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ύψος π.χ. της ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας που διατίθεται από κάθε χώρα ή ομάδα χωρών είναι ένα κρίσιμο αλλά περισσότερο ευεργετικό μέγεθος. Συμβάλλει πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση – ακύρωση των γενεσιουργών αιτίων της αστάθειας, συγκρούσεων κ.λπ. από οποιοδήποτε ύψος στρατιωτικών δαπανών.

Και στο πεδίο αυτό η Ευρώπη έχει τις καλύτερες συγκριτικά επιδόσεις. Δαπανά το 0,46% του ΑΕΠ σε αναπτυξιακή βοήθεια έναντι 0,12% των ΗΠΑ. Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ αφιερώνουν το υψηλό ποσοστό του 3,5% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες προκειμένου να καλύψουν ευρύτερες παγκόσμιες δεσμεύσεις. Η Ευρώπη (ΕΕ) συλλογικά θα πρέπει βέβαια να ενισχύσει τις δαπάνες για την οικοδόμηση της κοινής της ευρωπαϊκής άμυνας για την προστασία των εξωτερικών της συνόρων, επίλυση κρίσεων κ.λπ.

Στην εικόνα αυτή, η Ελλάδα εμφανίζεται ως ειδική περίπτωση να κατέχει μια ξεχωριστή θέση με το υψηλότερο ποσοστό αμυντικών δαπανών (2,27%) μετά τις ΗΠΑ. Βεβαίως η Ελλάδα, αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζει και ειδικά προβλήματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να προβληματιστούμε για το «πώς» και το «γιατί» των στρατιωτικών δαπανών της χώρας.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.