Τον άλλο μήνα η χώρα θα βγαίνει από το τρίτο Μνημόνιο. Για την ακρίβεια, η χώρα θα βγαίνει αργοπορημένη, ταλαιπωρημένη και εξουθενωμένη από τα πέτρινα χρόνια της 10ετούς κρίσης. Η ελπίδα θα είναι να γυρίσει σελίδα και να χτίσει ένα καλύτερο οικοδόμημα με στιβαρά υλικά, ένα οικοδόμημα που θα αντέχει στους μελλοντικούς κλυδωνισμούς. Ομως αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Υπάρχουν ακόμη αρκετές πληγές που δεν έχουν επουλωθεί, ενώ νέα σύννεφα μαζεύονται στον ορίζοντα. Η ανεργία μπορεί να υποχωρεί, αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή, τα δε ποιοτικά της στοιχεία (π.χ. ανεργία των νέων, μακροχρόνια ανεργία) προβληματίζουν. Ο συνολικός αριθμός ανέργων και συνταξιούχων ανέρχεται σε 3,6 εκατ. άτομα και οι απασχολούμενοι σε 3,7 εκατ. άτομα. Η αναλογία αυτή συνιστά από μόνη της σοβαρή αιτία σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο γερασμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ ο δείκτης γονιμότητας διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μόλις στο ένα παιδί. Αρκεί να σημειωθεί ότι η διατήρηση του ελληνικού πληθυσμού στα σημερινά επίπεδα ύστερα από 30-40 χρόνια απαιτεί δείκτη πάνω από δύο παιδιά! Επιπλέον, περίπου ένας στους τρεις εργαζομένους αμείβεται με μισθό χαμηλότερο του επιδόματος ανεργίας. Σταθερά άνω του 50% είναι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης με μισθούς έως 510 ευρώ τα τελευταία χρόνια. Το brain drain έχει φτάσει τις 500.000 και δεν έχει σταματήσει. Οι ρυθμοί ανάπτυξης που έχουν υιοθετηθεί για τη χώρα, δηλαδή της τάξεως 1%-2%, δεν είναι ικανοποιητικοί. Η χώρα λειτουργεί στο ρελαντί. Σερνόμαστε στον πάτο και περιμένουμε μήπως γίνει κάποιο θαύμα απέξω. Μήπως έρθει κάποιος επενδυτής και βάλει τα χρήματά του εδώ… μήπως βγουν κάποια χρήματα από τα στρώματα… Το ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι τι μπορούμε να κάνουμε ώστε η χώρα να μπορέσει να πάει μπροστά. Οσο η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ή σε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κανένα πρόβλημα δεν θα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί χωρίς να επιβαρύνει κάποιο άλλο. Η μόνη διέξοδος έγκειται στη δημιουργία προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα, όχι όμως με την επίτευξη των «θηριωδών» πρωτογενών πλεονασμάτων για τα οποία έχει δεσμευτεί η τρέχουσα κυβέρνηση απέναντι στους πιστωτές. Ούτε με τον τρόπο που αυτά επιτυγχάνονται, μέσω μιας καταστροφικής, για την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη, φοροκεντρικής λιτότητας. Σημαίνει επίσης ότι πρέπει να δώσουμε κίνητρα και όραμα σε όλους όσοι λειτουργούν στην οικονομία μας. Στους νέους να παραμείνουν στη χώρα γιατί θα υπάρχουν δουλειές, στους επιχειρηματίες να επενδύσουν γιατί δεν θα πληρώνουν τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές και θα έχουν απέναντί τους μια αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση και Δικαιοσύνη. Στους εργαζομένους γιατί θα αξίζει να δουλεύουν περισσότερες ώρες καθώς θα ανταμείβονται και θα αναγνωρίζεται το έργο τους. Στους ερευνητές να καινοτομήσουν γιατί η πολιτεία θα τους ανταμείβει ηθικά και οικονομικά. Με λίγα λόγια, όλοι θα έχουμε κίνητρο να αυξήσουμε την παραγωγή μας. Η πίτα, το συνολικό προϊόν, θα μεγαλώσει, όχι 1% και 2%, αλλά 4% και 5%. Το αυξημένο προϊόν θα βγάλει πρωτογενή πλεονάσματα, θα πληρώσει τοκοχρεολύσια, θα χρηματοδοτήσει τον ΕΦΚΑ και θα επουλώσει τα κοινωνικά τραύματα (φτώχεια, ανεργία, αποκλεισμός) που άφησαν τα Μνημόνια. Ολες οι άλλες λύσεις απλά θα μοιράζουν μιζέρια και θα φτωχοποιούν ολοένα και περισσότερους συμπολίτες μας.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων