Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η κυβέρνηση επιθυμεί και πασχίζει να παραμείνει στην εξουσία όσο περισσότερο μπορεί.
Οπως κάθε κυβέρνηση.
Είναι πάντα ωραιότερο να κυκλοφορείς με κρατικό αυτοκίνητο παρά με μετρό.
Η εύλογη αυτή επιδίωξη έχει όμως δύο προϋποθέσεις.
Πρώτον, να υλοποιείται με θεμιτές μεθόδους στο πλαίσιο των νόμων και του Συντάγματος.
Δεύτερον, να ασκείται επ’ ωφελεία της χώρας ή τουλάχιστον όχι επί ζημία της.
Για το πρώτο έχουν γραφεί πολλά, δεν θα προσθέσω κάτι. Η κυβέρνηση άσκησε και ασκεί την εξουσία με μεθόδους που δοκιμάζουν βάναυσα τους θεσμούς και τη νομιμότητα.
Ας ελπίσουμε απλώς ότι δεν θα βρεθούμε ξαφνικά αντιμέτωποι με κάποια νέα βαναυσότητα.
Για το δεύτερο έχω μια απλή ερώτηση: ποιον συμφέρει η κυβέρνηση; Και συνεπώς ποιον μπορεί να συμφέρει μια βραχύβια αλλά επιζήμια παράταση του βίου της;
Υποθέτω ούτε την ίδια.
Με τη συνοχή της στον αέρα και τα επεισόδια με τους ΑΝΕΛ να κινούνται σε ρυθμούς επιθεώρησης, με το πολιτικό κεφάλαιό της εξαντλημένο, χωρίς καμία ρεαλιστική προοπτική ανάταξης ή ανάκαμψης, είναι να απορεί κανείς με το σκεπτικό ή το πείσμα.
«Προσμένουν ίσως κάποιο θάμα»; Κάποιο δώρο που ελπίζουν να αλλάξει τα δεδομένα;
Το καψώνι στο Eurogroup με τα 48 εκατομμύρια και τον ΦΠΑ, τα μαντάτα για την υπόθεση των συντάξεων, ακόμη και η στάση του Ερντογάν θα έπρεπε να έχουν πείσει τον Πρωθυπουργό για έναν παλιό πολιτικό κανόνα: κανείς δεν κάνει δώρα σε εκείνον που φεύγει. Περιμένουν απλώς να φύγει για να δουν τον επόμενο.
Αν δεν μας πιστεύει, ας ρωτήσει και τον Σαμαρά.
Θα δεχτώ ότι κυβέρνηση και Πρωθυπουργός είναι εγκλωβισμένοι σε πιέσεις μετακλητών, παρακρατικών και πάσης φύσεως καταχθόνιων συμφερόντων που έχουν λόγους να φοβούνται την επόμενη μέρα.
Λυπηρό, αλλά δεν τους φταίει κανείς. Ούτε αλλάζει τίποτα στην τύχη τους αν η «επόμενη μέρα» θα είναι τον Οκτώβριο ή έξι μήνες αργότερα.
Σίγουρα πάντως δεν φταίει η χώρα να δοκιμάζεται με θερινές γελοιότητες για ρώσους ή αμπχάζιους κατασκόπους, να μην ξέρει τι την περιμένει από τον Σεπτέμβριο, να αγκομαχά για μια στοιχειώδη ανάκαμψη της οικονομίας, να παρακολουθεί ντροπιασμένη τους πανηγυρισμούς στη γειτονική «Μακεδονία».
Να αδυνατεί κυρίως να οργανώσει τη συντεταγμένη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, κάτι το οποίο μόνο κάποια νέα κυβέρνηση με ισχυρή και νωπή εντολή μπορεί να επιχειρήσει.
Για μια χώρα που βυθίζεται αλλά και για μια κυβέρνηση που διαλύεται, οι εκλογές τελικά δεν είναι μόνο εθνική επιλογή. Δεν είναι καν πολιτικός μονόδρομος.
Είναι ανακούφιση και λύτρωση.