Σε περιόδους οικονομικών κρίσεων καλλιεργούνται συχνά ψευδαισθήσεις. Το ελληνικό παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό. Από το 2010 και μετά ένα σημαντικό τμήμα της ελληνική κοινής γνώμης άρχισε να πιστεύει ότι η χρεοκοπία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μαγικές λύσεις. Μία από αυτές ήταν η υποτιθέμενη ρωσική βοήθεια. Το κατά πόσο η Ρωσία ήταν πραγματικά διατεθειμένη να συμβάλει στη διάσωση ευρωπαϊκών χωρών με όρους ανεκτούς για τις δεύτερες φάνηκε την άνοιξη του 2013. Τότε η κυπριακή κυβέρνηση απέτυχε να βρει στη Μόσχα χρήματα –πολύ λιγότερα από αυτά που χρειαζόταν η Ελλάδα –και αναγκάστηκε να επιλέξει τη σίγουρη λύση της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Παρά το σημαντικό αυτό δίδαγμα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επέλεξε το πρώτο εξάμηνο του 2015 να εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες. Δύο ταξίδια του έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα και τ ην Αγία Πετρούπολη τον Απρίλιο και Ιούνιο 2015, αντίστοιχα, προκάλεσαν τεράστια ανησυχία τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ για το κατά πόσο η Ελλάδα θα εγκατέλειπε το φιλοδυτικό προσανατολισμό στην εξωτερική της πολιτική. Ηταν ίσως η πρώτη φορά που η ελληνική κρίση συνδέθηκε τόσο έντονα με τη γεωπολιτική από τον τότε αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ.
Το πρώτο εξάμηνο του 2015 η ελληνική κυβέρνηση δεν αναζητούσε μόνο εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης –μεταξύ αυτών από την αναπτυξιακή τράπεζα των BRICS κατόπιν ρωσικής πρότασης για ένταξη σε αυτήν –αλλά συζητούσε και τη συμμετοχή της σε καινούργια ενεργειακά σχέδια ρωσικού ενδιαφέροντος, όπως η προέκταση του αγωγού Turkish Stream επί ελληνικού εδάφους. Μία τέτοια ενεργειακή εξέλιξη θα έθετε σε κίνδυνο αμερικανικά σχέδια όπως η κατασκευή των αγωγών TAP και IGB.
Η απότομη προσγείωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην πραγματικότητα τον Ιούλιο 2015 έθεσε, μεταξύ άλλων, τις ελληνορωσικές σχέσεις στη ρεαλιστική τους βάση. Αυτό σημαίνει πως οι δυνατότητες συνεργασίας είναι υπαρκτές όπως φάνηκε με την επίσκεψη του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ελλάδα τον Μάιο 2016 αλλά με δύο όρους. Πρώτον, να σέβεται η Ελλάδα τις προτεραιότητες της αμερικανικής και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής διπλωματίας σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, το ζήτημα των κυρώσεων λόγω της ουκρανικής κρίσης. Και δεύτερον, να συνειδητοποιεί τις πραγματικές δυνατότητές της καθώς δεν έχει την ισχύ της Γερμανίας που μπορεί από μόνη της να χαράσσει ανεξάρτητη πολιτική έναντι της Μόσχας.
Οι δύο αυτοί όροι τηρούνται πλέον στην πράξη. Το τρέχον πρόβλημα με την απέλαση των ρώσων διπλωματών μπορεί να ακούγεται πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά είναι απολύτως συνηθισμένο για τα περισσότερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που διατηρούν σχέσεις με τη Ρωσία. Παρόλο που η εικόνα της Ρωσίας στην Ελλάδα και η δημοτικότητα του Πούτιν αγγίζουν υψηλά ποσοστά, είναι αδύνατον για την Αθήνα να ασκεί εξωτερική πολιτική βάσει των προτιμήσεων της κοινής γνώμης. Ο αμερικανικός παράγων παραμένει καταλυτικός στη λήψη αποφάσεων.