Το ακούω διαρκώς από χθες και δεν είναι απλά άδικο για τους Γάλλους, αλλά είναι κάτι χειρότερο: είναι λάθος. Ποιο είναι το λάθος; Οτι τάχα μου έφτιαξαν αυτή την Εθνική που κέρδισε το Μουντιάλ φέρνοντας παιδιά από τις παλιές γαλλικές αποικίες, χάρη σε παιδομαζώματα, που θυμίζουν πρακτικές σκλαβοπάζαρου σε μοντέρνα έκδοση. Δεν είναι έτσι, και όποιος τα λέει αυτά απλώς ζηλεύει την ικανότητα των Γάλλων να βρίσκουν θησαυρούς εκεί που πολλοί από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους βλέπουν μόνο προβλήματα, δηλαδή στις γειτονιές των μεταναστών. Από αυτές έρχονται ο Καντέ, ο Πογκμπά, ο Κίλιαν Εμπαπέ φυσικά. Οι γονείς τους είναι μετανάστες –οι ίδιοι, όμως, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γαλλία. Είναι οι Αντετοκούνμπο της Γαλλίας, απλώς συμβαίνει να παίζουν ποδόσφαιρο.
Πατρίδα
Πριν από δύο χρόνια ο Γιάννης και ο Θανάσης Αντετοκούνμπο είχαν μιλήσει σε μια ωραία εκδήλωση στην Αθήνα. Ο Γιάννης είπε κάτι που ο Κίλιαν Εμπαπέ π.χ. θα το άκουγε με το χαμόγελο που έχει όποιος ακούει έναν τρίτο να περιγράφει συνθετικά τη ζωή του. «Με ρωτούν πολλοί» είπε «πώς γίνεται να νιώθω ως πατρίδα μου την Ελλάδα, όταν οι γονείς μου δεν είναι Ελληνες. Τους απαντάω ότι δυστυχώς στο χωριό του πατέρα μου δεν πήγα ποτέ –δεν έτυχε, δεν είναι ότι δεν το θέλω. Επομένως πατρίδα μου είναι η Ελλάδα, διότι άλλη πατρίδα δεν γνώρισα και μια πατρίδα δικαιούμαι να έχω κι εγώ». Ετσι συμβαίνει και με τα καταπληκτικά Γαλλάκια με τις αφρικανικές ρίζες: η Γαλλία είναι η πατρίδα τους γιατί είναι η μόνη που γνώρισαν. Και για αυτή την πατρίδα αγωνίστηκαν, τραγουδώντας μάλιστα με πάθος και τον εθνικό της ύμνο: για μια πατρίδα που μπορεί να έχει υπάρξει και σκληρή και άδικη με τους γονείς, τους φίλους και τους συγγενείς τους, αλλά είναι η μόνη πατρίδα τους.
Κούπερ
Στο ξεκίνημα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, μετά τα δύο πρώτα ματς των Γάλλων, ένας γνωστός άγγλος σχολιαστής και συγγραφέας, ο Σιμόν Κούπερ, είχε επισημάνει στους «Financial Times» μια αντίφαση που είχε να κάνει με την ομάδα του Ντιντιέ Ντεσάν. Ηταν, σύμφωνα με τη γνωστή ιστοσελίδα Τransfermarkt, η Εθνική με το ακριβότερο ρόστερ του κόσμου (ακριβότερη και από την Ισπανία και από τη Βραζιλία και από το Βέλγιο των θαυμάτων) και την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον άγγλο σχολιαστή, η πιο βαρετή. «Είναι σαν να παρακολουθείς μια ομάδα που κρύβει την αξία των παικτών της, που παίζει επίτηδες ένα βαρετό ποδόσφαιρο ώστε να κάνει τους πάντες να την προσέξουν γεμάτοι απορία για το αν οι ποδοσφαιριστές της αξίζουν τόσο καλά λόγια και τόσα χρήματα» είχε γράψει. Προφανώς, λιγάκι μπερδεμένος από τον βρετανικό σνομπισμό του, δεν είχε καταλάβει πως το Παγκόσμιο Κύπελλο, για τον Πογκμπά και τους υπόλοιπους, δεν ήταν μια σειρά από παιχνίδια στον λαμπερό κόσμο της Πρέμιερ Λιγκ, αλλά μια πιο σοβαρή υπόθεση: ο σκοπός ήταν η κατάκτησή του, και όχι τα καλά λόγια των τρίτων. Πολλά από τα παιδιά που απαρτίζουν αυτή την ομάδα έχουν μεγαλώσει αδιαφορώντας για τα καλά λόγια –ίσως γιατί τέτοια δεν άκουσαν ποτέ.
Πογκμπά
Ο Πολ Πογκμπά είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Γεννήθηκε σε μια πόλη είκοσι χιλιάδων κατοίκων στη Μάρνη και έφτασε να παίξει μπάλα στις ακαδημίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Δεν τον εκτίμησαν και πήγε στη Γιουβέντους όπου έγινε αστέρι. Οι Αγγλοι πλήρωσαν πάνω από 100 εκατομμύρια για να διορθώσουν το λάθος τους και να τον πάρουν πίσω, αλλά συγχρόνως τον φόρτωσαν με ευθύνες: δεν ήταν ποτέ ο σταρ γύρω από τον οποίο θα έχτιζαν την ομάδα τους, πιο πολύ έμοιαζε με μαθητή που πρέπει να δίνει συνεχώς εξετάσεις. Πέρυσι ο Μουρίνιο τον έβγαλε από ένα παιχνίδι και είπε πως προτιμά στη θέση του κάποιον που κάνει σωστά τα απλά και όχι κάποιον που απλοποιεί τα δύσκολα. Αμφιβάλλω αν ο ίδιος ο Πογκμπά κατάλαβε το νόημα μιας τόσο περίπλοκης φράσης: αυτός θέλει να παίζει απλώς για να κερδίζει, διότι κερδίζοντας (και όχι απλώς παίζοντας ποδόσφαιρο) άλλαξε τη ζωή του και τη ζωή των δικών του. Η εξυπνάδα του Ντεσάν είναι τελικά ότι απλοποίησε τα πράγματα ζητώντας από αυτά τα παιδιά να παίξουν ένα κατανοητό ποδόσφαιρο: πρώτα ακυρώνουμε τον αντίπαλο τρέχοντας, και μετά τον χτυπάμε σε κάθε περίπτωση που μας δίνεται η ευκαιρία. Δεν παίζουμε για να δείξουμε ότι είμαστε καλοί, δεν κάνουμε κόλπα για το πλήθος. Δεν είμαστε ούτε στις αλάνες της παριζιάνικης περιφέρειας, ούτε διασκεδαστές διαφόρων που πληρώνουν ακριβά εισιτήρια για να δουν θέαμα υψηλού επιπέδου. Εδώ παίζουμε για τη Γαλλία. Και επειδή εμείς είμαστε η Γαλλία, παίζουμε και για εμάς. Ετσι απλά.
Μποντί
Το Μποντί, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Εμπαπέ, βρίσκεται δεκατρία χιλιόμετρα μακριά από τον Πύργο του Αϊφελ. Ανήκει στο διαμέρισμα 13 της Πόλης του Φωτός –πρόκειται για το διαμέρισμα με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα: σε αυτό διαδραματίζεται το «Μίσος», η μεγάλη εκείνη ταινία του Ματιέ Κάσοβιτς. Σε αυτή την τρύπα της Ευρώπης υπάρχει μεταξύ άλλων μια σχολή ποδοσφαίρου: ένα απλό γήπεδο, ένα μικρότερο με συνθετικό χορτάρι και ένα γυμναστήριο. Παίζει εκεί η AS Bondy –το καμάρι της περιοχής. Ορος απαράβατος για να δεχτούν παιδιά είναι αυτά να έχουν καλούς βαθμούς στο σχολείο: δέχονται οκτακόσιες αιτήσεις τον χρόνο και κρατούν μόλις ογδόντα παιδάκια γιατί οι εγκαταστάσεις δεν επιτρέπουν δουλειά με περισσότερα. Κι όμως από αυτή την ακαδημία που λειτουργεί με ψίχουλα έχουν βγει τα τελευταία χρόνια τρία παιδιά που κάνουν καριέρα: ο Εμπαπέ είναι ο πιο γνωστός, αλλά καλά τα πάει και ο Τζόναθαν Ικονέ στη Λιλ και ο Σεμπάστιαν Κορία στη Σεβίλλη. Αν από αυτή την ακαδημία των φτωχοδιάβολων βγαίνουν τέτοιοι παίκτες, φανταστείτε τι είδους φλέβα χρυσού υπάρχει στο γαλλικό ποδόσφαιρο. Οι Γάλλοι δεν κέρδισαν απλώς το μουντιάλ: σε πείσμα της Λεπέν και των ομοίων της θα συνεχίσουν να κερδίζουν για χρόνια.
Σαλβίνι
Χθες ο υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας, ο λεγκίστας Ματέο Σαλβίνι, δημοσίευσε στο Τwitter μια φωτογραφία με τέσσερα κατάλευκα Ιταλάκια που κέρδισαν ένα μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό Νέων. «Αυτή είναι η δική μου Ιταλία» έγραψε «που είναι καλύτερη από τη Γαλλία, όπως ακριβώς και το κρασί μας είναι καλύτερο από το γαλλικό». Η Ιταλία, που παραδίνεται αργά αλλά σταθερά στην ξονοφοβία, είδε το Μουντιάλ από το σπίτι και δεν έλειψε και σε κανέναν, αφού ούτε Πογκμπά έχει, ούτε Καντέ, ούτε Ματουιντί, ούτε Εμπαπέ φυσικά. Στον Σαλβίνι κάποιος πρέπει να πει τι σημαίνει η έκφραση «καλά κρασιά»…