Μην πάει ο νους σας σε βουνά και σε δάση, ή σε πεδιάδες και σε συστάδες θάμνων. Η εξοχή που αναφέρεται στον τίτλο είναι μια πέτρινη προέκταση στην είσοδο μιας πολυκατοικίας των Εξαρχείων, τόση όση μπορεί ίσα ίσα να καθίσει κανείς με το κυριότερο μέρος του σώματός του να γέρνει διαρκώς προς τα εμπρός. Εφτασε όμως και περίσσεψε η προεξοχή αυτή ένα απομεσήμερο με μεγάλη ζέστη, πριν από μερικές μέρες, ώστε ένας άνθρωπος που είχε αισθανθεί να ζαλίζεται, κάθισε σ’ αυτό το μισερό πεζουλάκι και, πίνοντας λίγο νερό από το μπουκαλάκι που κρατούσε στα χέρια του, φάνηκε να συνέρχεται. Αναρωτιέται κανείς αν, όταν χτιζόταν η πολυκατοικία, η πέτρινη αυτή προεξοχή προβλημάτισε κανέναν απ’ τους κατασκευαστές και αργότερα από τους ενοίκους της, με το αφύσικο της παρουσίας της, ενώ είναι σίγουρο, σε σχέση με τους δεύτερους, πως κανείς τους δεν θα την είχε χρησιμοποιήσει για να ξαποστάσει, αφού όσο κουρασμένος ή απαυδισμένος κι αν ένιωθε, βρισκόταν ήδη σε απόσταση λίγων μέτρων από την είσοδο του διαμερίσματός του σ’ όποιον όροφο κι αν κατοικούσε.
Ομως δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς τη βαθύτερη οικονομία της ζωής που θέλει να έχει ευεργετηθεί ένας άνθρωπος χάρη στην κίνηση ενός άλλου ανθρώπου που κάθε άλλο παρά μέσα στις προθέσεις του ήταν, όταν δηλαδή συντελούνταν κάτι εξαιτίας μιας αμέλειας ή μιας παράλειψής του, να παρηγορήσει τον οποιονδήποτε.
Εχει το μεγαλείο της η συνειδητή βοήθεια που προσφέρεται στους άλλους, άμεσα ή έμμεσα, πώς όμως αντιλαμβάνεται κανείς ότι η βοήθεια αποκτά αυτόματα έναν σχεδόν ουρανόσταλτο χαρακτήρα, όταν δεν υποτάσσεται δηλαδή στα μέτρα της δοσοληψίας, όταν ξέρουμε δηλαδή ποιος δίνει και ποιος παίρνει, ποιος πιστώνει και ποιος πιστώνεται! Οταν δηλαδή μοιάζει η βοήθεια να έρχεται από μόνη της, χωρίς να έχει υπολογίσει κανείς ότι θα υπάρξει στον δρόμο του και κυρίως χωρίς να έχει υπάρξει ως σχεδιασμός στο μυαλό του ανθρώπου που την προσφέρει. Κυριότατα όμως χωρίς ο άνθρωπος που του προσφέρεται να μπορεί να μάθει ποιον θα ήθελε να ευχαριστήσει.