Η «συμφωνία των Πρεσπών», έτσι όπως οργανώθηκε και διαμορφώθηκε, αποτελεί ήδη ένα διπλωματικό τετελεσμένο (fait accompli) και στο διεθνές περιβάλλον και στο εσωτερικό των δύο γειτονικών χωρών. Η πραγματικότητα αυτή δεν πρόκειται να ανατραπεί και στην –εντελώς απίθανη –περίπτωση που ανακοπούν στην άλλη πλευρά των συνόρων οι συνταγματικές διαδικασίες που τέθηκαν από την Αθήνα ως προϋπόθεση για την τελική έγκριση της συμφωνίας, αλλά και την –πιθανή –απόρριψή της από την ελληνική Βουλή. Οι εκπρόσωποι των τρίτων χωρών συνεχίζουν να «ξεχνούν» –για ευκολία –στις δημόσιες δηλώσεις τους τον γεωγραφικό προσδιορισμό της γειτονικής μας χώρας («Βόρεια»), εξακολουθώντας να αποκαλούν τους πολίτες της «Μακεδόνες» (ακυρώνοντας και αυτοί στην πράξη το ούτως ή άλλως κολοβό erga omnes).
Τα νέα δεδομένα συνεπώς μάς επιβάλλουν να υιοθετήσουμε χωρίς καθυστέρηση τις πρακτικές που θα πρέπει να ακολουθήσουμε εντός της ελληνικής επικράτειας, ώστε οι αρνητικές επιπτώσεις της συμφωνίας να μην προκαλέσουν αμήχανες και επιζήμιες καταστάσεις. Οι πρακτικές αυτές αφορούν όχι μόνο την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά, αλλά σύγχρονες διαστάσεις του ζητήματος. Επειδή το πρόβλημα, με τον τρόπο που «λύθηκε» στο πεδίο των διμερών σχέσεων, παραμένει άλυτο στο εσωτερικό της χώρας και ιδιαίτερα στη Μακεδονία (η οποία στη συμφωνία ορίζεται ως η «βόρεια περιοχή του πρώτου μέρους»!). Και αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, ενιαία και αταλάντευτα, υπάρχει κίνδυνος να έχουμε μέσα στην Ελλάδα (στον Ελληνισμό της Διασποράς επικρατεί ήδη δραματική σύγχυση) καταστάσεις που δεν είχε προκαλέσει ούτε η παραταθείσα εκκρεμότητα του ονοματολογικού.
Εδώ δεν πρόκειται να πρωτοτυπήσω: Θα επαναλάβω λύσεις που είναι ήδη σε χρήση και οι οποίες, μολονότι επιλέχθηκαν ως προσωρινές και κατ’ οικονομίαν, αποδείχτηκαν ανθεκτικές στον χρόνο και –το σημαντικότερο –δεν έθιγαν τη φιλοτιμία των γειτόνων μας. Επιπλέον δεν χρειάστηκαν (και δεν θα χρειαστούν και στο μέλλον) την παρέμβαση της πολιτείας, αφού είναι δικαίωμα αποκλειστικό των πολιτών και κανενός άλλου. Εξάλλου, όπως και οι γείτονές μας διεκδικούν τον εθνικό τους αυτοπροσδιορισμό, αντιδιαστέλλοντάς τον από τους «άλλους», έτσι και οι Ελληνες έχουν το δικαίωμα και να αυτοπροσδιορίζονται, αλλά και να αποκαλούν τα άλλα έθνη με βάση τις δικές τους ιστορικές παραδόσεις και τις δικές τους λειτουργικές προτεραιότητες. Η ενδωνυμία και εξωνυμία είναι καθιερωμένο φαινόμενο σε ολόκληρο τον κόσμο· γι’ αυτό και δεν προκαλεί σοβαρά ζητήματα στις σχέσεις της μιας χώρας με την άλλη. Η Γερμανία και οι Γερμανοί (Deutschland και Deutsche στο εσωτερικό) είναι για τους Γάλλους Allemagne και Allemands, τους Ιταλούς Germania και Tedeschi, τους Ρώσους Germaniya και Nemtsy (το ίδιο με μικρές παραλλαγές σε όλους τους Σλάβους) κ.ο.κ. Αλλά και για άλλες χώρες χρησιμοποιείται διαφορετική εθνωνυμία στο εσωτερικό από εκείνη που επικράτησε στο Εξωτερικό: Hayastan/Αρμενία, Magyarorszag/Ουγγαρία, Suomi/Φινλανδία κ.ά.π. (ανάλογα οι κάτοικοί τους). Αλλά και τα Ελλάδα και Ελληνες αλλάζουν έξω από την επικράτειά μας: Greece και Greeks (και αντίστοιχα στις δυτικές γλώσσες), Yunanistan και Yunanlar στην Τουρκία (και με παραλλαγές σε ασιατικές και αραβικές χώρες).
Συνεπώς, άσχετα αν η γειτονική χώρα καθιερωθεί ως «Βόρεια Μακεδονία», στην Ελλάδα έχουμε όλα τα δικαιώματα (διεθνώς καθιερωμένα) να αποκαλούμε τη χώρα Σκόπια (και το κράτος Δημοκρατία των Σκοπίων), τους κατοίκους της Σκοπιανούς (άσχετα από την εθνική τους προέλευση), το επίθετο σκοπιανικός (και όχι το λανθασμένο σκοπιανός) κ.ο.κ. Το γεγονός ότι μια πόλη (η πρωτεύουσα) είναι ομώνυμη με την επικράτεια δεν είναι μοναδικό ούτε υποτιμητικό (αρκούν εδώ τα πιο γνωστά παραδείγματα του Μεξικού, της Γουατεμάλας και του Παναμά). Ας συνεχίσουμε λοιπόν να χρησιμοποιούμε τους προσδιορισμούς με τους οποίους πορευτήκαμε μέχρι σήμερα, αλλά τώρα ενιαία και αταλάντευτα. Τα επίσης χρησιμοποιηθέντα «Σλαβική Μακεδονία» και «Σλαβομακεδόνες» είναι τουλάχιστον ετεροβαρή σε σχέση με τις μη σλαβικές εθνότητες της σκοπιανικής επικράτειας. Οι προτεινόμενοι νεόκοποι προσδιορισμοί (π.χ. «Αλβανομακεδόνες») ενέχουν επιπλέον και ιδεολογικό φορτίο.
Προϋπόθεση για όλα αυτά αποτελεί η σταθερή βούλησή μας να διασφαλίσουμε –στο εσωτερικό της χώρας και στη Διασπορά –τη χρήση των εθνωνυμιών που συνδέονται με τη δική μας εθνοτοπική ιδιοπροσωπία (Μακεδονία, Μακεδόνες, μακεδονικός). Η χρήση τους δεν εξαρτάται από «ειδικές» επιτροπές ή διακρατικές συμφωνίες (καλές ή κακές)· συνιστά πρακτική κατοχυρωμένη διεθνώς στις σχέσεις όλων των λαών του κόσμου.
Ο Ι.Κ. Χασιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο ΑΠΘ