Κινδυνεύει να καταρρεύσει αυτή τη φορά η Ευρώπη –ή μάλλον να καταρρεύσουν όλες μαζί και οι τρεις εκδοχές της Ευρώπης που γνωρίζουμε σήμερα, η Ευρώπη μετά το 1945, η Ευρώπη μετά το 1968 και η Ευρώπη μετά το 1989; Το ενδιαφέρον αυτό ερώτημα θέτει ο αναλυτής Ιβάν Κράτσεφ στο «Foreign Policy». Και δίνει μια εξίσου ενδιαφέρουσα απάντηση πιάνοντας το νήμα από αυτές τις χρονολογίες – ορόσημα στην ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου.
Η Ευρώπη μετά το 1945. Η μεταπολεμική Ευρώπη, σημειώνει, είναι ο ιδρυτικός λίθος του ευρωπαϊκού σχεδίου. Αυτή είναι η Ευρώπη που κράτησε ζωντανά στη μνήμη της τον τρόμο και τον όλεθρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά αυτή η μνήμη έχει σήμερα εξασθενήσει. Για τις νεότερες γενιές ο Β’ Παγκόσμιος είναι αρχαία ιστορία. Ο Φράνσις Φουκουγιάμα έχει δίκιο: το τέλος της Ιστορίας έρχεται όταν το παρελθόν δεν έχει καμία αξία για το παρόν. Και αν μη τι άλλο, η γενιά του Διαδικτύου αδυνατεί να σκεφτεί ιστορικά. Υπάρχουν δυο ακόμη λόγοι που εκείνη η Ευρώπη δεν υπάρχει πια. Ο ένας είναι ότι η γενιά των επιζώντων του πολέμου φεύγει πια από τη ζωή. Ο άλλος, ότι για τους περισσότερους πρόσφυγες και μετανάστες ο Β’ Παγκόσμιος δεν είναι ο δικός τους πόλεμος: όταν, για παράδειγμα, οι Σύροι μιλούν για πόλεμο αναφέρονται στην καταστροφή του Χαλεπιού και όχι σε εκείνη της Βαρσοβίας ή της Δρέσδης.
Η Ευρώπη μετά το 1968. Αλλά και η Ευρώπη του 1968 χρεοκοπεί: αυτή είναι η Ευρώπη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικά η Ευρώπη των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Το απίστευτο κατόρθωμα των νέων του ’68 ήταν ότι έκαναν τους Ευρωπαίους να δουν την εξουσία μέσα από τα μάτια των πιο αδυνάμων. Εάν η Ευρώπη μετά το 1968 θα έπρεπε να οριστεί με έναν και μόνο όρο αυτός θα ήταν «μη αποκλεισμός». Αλλά κι αυτή η Ευρώπη αμφισβητείται. Οι πλειονότητες εξέλαβαν ως απειλή τις θεαματικές δημογραφικές και κοινωνικές αλλαγές που μεταμόρφωσαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτοί που κάποτε είχαν τα πάντα σήμερα φοβούνται για τα πάντα. Φοβούνται ότι θα είναι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Και φαντάζονται ένα μέλλον όπου θα έχουν γίνει μειονότητες μέσα στην ίδια τους τη χώρα, ένα μέλλον όπου η κουλτούρα τους και ο τρόπος της ζωής τους θα κινδυνεύουν. Αυτόν τον φόβο των πολλών εκμεταλλεύονται σήμερα διάφορα πολιτικά κινήματα. Κι αυτόν τον φόβο θα έκαναν τεράστιο λάθος οι φιλελεύθεροι να αγνοήσουν ή ακόμη χειρότερα να χλευάσουν.
Η Ευρώπη μετά το 1989. Και η Ευρώπη του 1989, η Ευρώπη που προέκυψε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου; Τρίζει εξίσου. Μοιάζει με ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη ήταν ένα αμάγαλμα εθνοτήτων ενώ σήμερα οι πληθυσμοί της είναι εξαιρετικά ομογενοποιημένοι.
Κι ενώ η Δύση είναι αντιμέτωπη με την ενσωμάτωση των νέων πληθυσμών, η Ανατολή βρίσκεται αντιμέτωπη με την φυγή των δικών της –από το το 1989 έως το 2017 η Λετονία έχασε το 27% του πληθυσμού της, Λιθουανία το 23% του πληθυσμού της, η Βουλγαρία το 21%. Αυτή η φυγή προκαλεί έναν δημογραφικό πανικό που εκδηλώνεται υστερικά απέναντι στους μετανάστες. Αυτό το συναίσθημα δεν είναι άσχετο με ένα ευρύτερο γεγονός: επί δυο δεκαετίες μετά το 1989, η μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να μιμηθεί τη Δύση. Η προσπάθεια αυτή πήρε διάφορες ονομασίες –εκδημοκρατισμός, φιλελευθεροποίηση, διεύρυνση, σύγκλιση, ολοκλήρωση. Αλλά οι Ανατολικοευρωπαίοι δεν θέλουν πια να μιμούνται τη Δύση και να κρίνονται γι’ αυτό. Θέλουν να οικοδομήσουν ένα αντι-μοντέλο.
Πριν από εβδομήντα χρόνια –καταλήγει ο Ιβάν Κράτσεφ -, η Ευρώπη κατάφερε σαν από θαύμα να μετατρέψει την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στον θεμέλιο λίθο του ειρηνευτικού της σχεδίου. Κατάφερε να μετατρέψει την αντισυστημική οργή του 1968 σε πολιτική πρόοδο. Αν η Ευρώπη μπόρεσε να μετατρέψει τόσες πολλές κρίσεις σε ευκαιρίες, τότε μπορεί κανείς να ελπίζει βάσιμα ότι θα πετύχει το ίδιο θαύμα ξανά.