Δεν είναι μόνο η υπεραξία της νοσταλγίας που μας συνδέει με τα παλιά στέκια της πόλης και μας κάνει να μελαγχολούμε όταν κλείνει κάποιο από αυτά. Αλλωστε, τι νοσταλγία να είχαμε εμείς όταν, με τις φοιτητικές μας οικονομίες, πρωτοπηγαίναμε στο Παρίσι και καμαρώναμε σαν γαλοπούλες καθώς πίναμε με αργές γουλιές τον καφέ μας στο Deux Magots ή στο απέναντι Cafe de Flore; Ή περνούσαμε και ξαναπερνούσαμε έξω από το Le Procope (το παλαιότερο εστιατόριο της πόλης), τη La Coupole, το Lipp, αφού το χαρτζιλίκι μας δεν μας επέτρεπε να μπούμε μέσα; Και με τι καμάρι περάσαμε για πρώτη φορά την πόρτα της Closerie des Lilas ελπίζοντας να μας βάλουν να καθίσουμε στο τραπέζι που προτιμούσαν η Μποβουάρ και ο Σαρτρ και έχει επάνω χαραγμένα τα ονόματά τους.
Τα καφέ, τα εστιατόρια, αυτά που, σήμερα, λέμε meeting points μιας πόλης, είναι κιβωτοί αστικής Ιστορίας. Δεν έχει σημασία αν μιλάμε για το Παρίσι, τη Φλωρεντία ή τα Χανιά. Οι άνθρωποι, οι ιδέες, οι τάσεις, τα πάσης φύσεως κινήματα –ιδιαίτερα τα πνευματικά και καλλιτεχνικά –που πήγαν έναν τόπο μπροστά, που λειτούργησαν ως μοχλοί μετασχηματισμών, σε τέτοια μέρη γεννήθηκαν και γιγαντώθηκαν. Από την «Αργώ» του Θεοτοκά έως τους καλλιτέχνες της ποπ αρτ στο Βίλατζ της δεκαετίας του 1960. Πώς να αναφερθείς στις θρυλικές συνομιλίες του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη αν δεν ξεκινήσεις από το πατάρι του Φλόκα; Και πώς θα διηγηθείς την καθημερινότητα της γενιάς του ’30 αν δεν μιλήσεις για το ταβερνείο του Σβίγγου, στην Πλατεία Αμερικής.
Στη χώρα μας, τώρα τελευταία έχουμε μάθει να εκτιμάμε τη σιγουριά της συνέχειας που δίνει μια πολύ μακρινή ημερομηνία δίπλα στο «έτος ιδρύσεως». Μόνο που πλέον οι ημερομηνίες είναι πολύ κοντινές. Και γι’ αυτό φταίμε όλοι. Ετσι, πριν μελαγχολήσουμε για ένα ακόμη ιστορικό στέκι που θα κλείσει, ας σκεφτούμε τι κάναμε εμείς για να μείνει ανοιχτό.