Οποιαδήποτε χρονολογία θα μπορούσε να θεωρηθεί επετειακή για τον Γιάννη Τσαρούχη, τόσο περισσότερο που τα 29 χρόνια από τον θάνατό του (πέθανε στις 19 Ιουλίου του 1989) στην πραγματικότητα είναι 30, αφού το 2019, αν υπολογίσουμε σωστά, θα συμπληρώνονται τα 31 χρόνια. Μην παίζουμε με τους αριθμούς, τόσο περισσότερο που ο ίδιος ο Τσαρούχης αντιμετώπιζε τις υποδιαιρέσεις του χρόνου ως μία σύμβαση επινοημένη, φτιαχτή. Ενα κράμα ο ίδιος συντηρητισμού και προοδευτικότητας, σεμνότητας και τόλμης, αν με ολόκληρο το ζωγραφικό και συγγραφικό του έργο μπορεί να λογαριάζεται ως μια αέναη πρόκληση, είναι κυρίως γιατί η βαθιά προσήλωσή του στις διαχρονικές αξίες της ζωής αποκάλυπτε τα επάλληλα στρώματα μιας κοσμοθεωρίας που «τίποτε το ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να της είναι ξένο». Μπορούσε να θρησκεύεται με όση ελευθερία θαύμαζε την καλλονή του ανθρώπινου σώματος, να σέβεται τους σοφούς γέροντες όσο και την ανερμάτιστη νεότητα, να μη μιλάει κατακριτικά ή απαξιωτικά ακόμη και για τους ανθρώπους που τον είχανε βλάψει και όπως τόσο εύστοχα είχε πει ο ίδιος για τον εαυτό του «θαυμάζω τη Μαρία Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου και δεν αισθάνομαι καθόλου διχασμένος γι’ αυτό». Αν και οποιοδήποτε κείμενο ανέλυε ή εμβάθυνε μ’ έναν τρόπο που δεν είχε ένα χειροπιαστό αντίκρισμα, τον έκανε να επιφυλάσσεται –αποστρεφόταν τη «φιλολογία» όσο και τις από καθέδρας εξαγγελίες –δεν δίσταζε να εκφράζει την εκτίμησή του για τον άνθρωπο που το είχε γράψει, ομολογώντας για τον εαυτό του «είμαι υπέρ της τέχνης των φτωχών και των αγραμμάτων».
Κι ίσως γι’ αυτό προτιμούσε να τεκμηριώνει τα λεγόμενά του με τη φράση μιας άγνωστης, λησμονημένης θείας του ή ενός συνοικιακού κορνιζοποιού παρά με αναφορά στον Σεφέρη ή στον Ζιντ. Με αποκορύφωμα μιας υψηλού επιπέδου περιθωριακής συμπεριφοράς ότι υποψιαζόταν πολύ λιγότερο έναν άνθρωπο που ήθελε να εκμεταλλευτεί τον ίδιο απ’ ό,τι έναν που μηχανορραφούσε προκειμένου να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου.