Oι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το Μακεδονικό δεν φαίνεται να επηρεάζει και τόσο τα ποσοστά των μεγάλων κομμάτων. Δεν επιφέρει ούτε την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε αυξάνει το άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Το εν λόγω ζήτημα φαίνεται ότι παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα στους μικρότερους πυλώνες του κομματικού συστήματος. Οι σουρεαλιστικοί ΑΝΕΛ, που στηρίζουν την κυβέρνηση, η οποία ασκεί μια πολιτική που καταγγέλλουν ως προδοτική, οδηγούνται, εκκωφαντικά, στην πλήρη εξαφάνιση. Το περίεργο όμως είναι ότι η συμφωνία των Πρεσπών «κτύπησε» και το ΚΙΝΑΛ. Η αμηχανία, η ατολμία και εν τέλει ο φόβος για ένα ενδεχόμενο πολιτικό κόστος και ίσως και λόγω κάποιων εθνικολαϊκών απόηχων του περασμένου ΠΑΣΟΚ, το κατηύθυναν στην απόρριψη της συμφωνίας και έδωσαν την από καιρό αναμενόμενη αφορμή στο Ποτάμι να αποχωρήσει από το σχήμα. Η αρνητική πρόσληψη της συμφωνίας είχε ως επιπλέον αποτελέσματα τις καθημερινές σχεδόν μικροσυγκεντρώσεις σε διάφορες πόλεις, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, τους προπηλακισμούς και τις λοιδορίες των κυβερνητικών στελεχών και βέβαια την αναζωπύρωση των συζητήσεων για τη δημιουργία ενός κόμματος δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Οι εκδηλώσεις αυτές αναδεικνύουν την ενεργοποίηση του αντιδραστικού ιδεολογικού και πολιτισμικού κοινωνικού αποθέματος που βρίσκονταν μεταπολιτευτικά εν υπνώσει. Ηδη η «αριστερή» κάκιστη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε επαναφέρει σε μερίδα του Τύπου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης το ξεχασμένο είδος ενός αντικομμουνιστικού αντιπολιτευτικού λόγου. Τώρα, η καταγγελία της συμφωνίας ως εθνοπροδοτικής σχεδόν, δυστυχώς και από τη δημοκρατική αντιπολίτευση και κυρίως από τη Νέα Δημοκρατία, νομιμοποίησε και κατέστησε κοινωνικά αποδεκτά όλα τα εμφυλιοπολεμικά ιδεολογήματα και τις αντίστοιχες πρακτικές. Ετσι εκφέρονται στη διαπασών διάφορες θρηνωδίες για μια υποτιθέμενη υφαρπαγή μέρους της εθνικής αφήγησης και Ιστορίας και διατυπώνονται τερατώδη σενάρια για ακρωτηριασμούς τμημάτων των ελληνικών εδαφών. Καθημερινά σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και εφημερίδες, στη Βουλή και πλέον και στους δρόμους και στις πλατείες, η Ελλάδα περιγράφεται από διάφορους ως μια χώρα – θύμα, η οποία κινδυνεύει από το ακατονόμαστο κράτος, ίσο εδαφικά με μια εγχώρια επαρχία, με πληθυσμό περίπου το ένα δέκατο του ελληνικού, με ανύπαρκτο στρατό και ελάχιστη οικονομία. Και όμως όλα γίνονται πιστευτά. Γιατί όμως; Ισως διότι η κυρίαρχη εθνική αφήγηση για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους συγκροτήθηκε εξαρχής κλειστή και με πολλές αποσιωπήσεις και δεν επετράπη, με πολλούς και διάφορους τρόπους, η κριτική της διερεύνηση. Ανέγγιχτη δε και υπερπροστατευμένη, εγχαράχθηκε από τους εκπαιδευτικούς και τους άλλους ιδεολογικούς μηχανισμούς στον ελληνικό πληθυσμό, που τώρα, έκπληκτος, βλέπει ότι υπάρχουν και άλλες εθνικές αφηγήσεις στην περιοχή με τις οποίες είναι υποχρεωμένος να συνυπάρξει.
Η έκπληξη αυτής της αποκάλυψης οδηγεί φυσικά μερίδες του πληθυσμού στην άρνησή της και στην αποδοχή των εθνικιστικών ιδεολογημάτων που επιβεβαιώνουν τις εδραιωμένες πεποιθήσεις τους. Δυστυχώς στη συντήρηση και στην αναπαραγωγή αυτού του εγχώριου ιδεολογικού αναχρονισμού συμβάλλει και η απουσία από τον δημόσιο στίβο των διανοουμένων. Με εξαίρεση λίγων πανεπιστημιακών και δημοσιογράφων, που προσπαθούν ορθολογικά και χωρίς εθνικιστικές διαθλάσεις να αναλύσουν το ζήτημα, όλοι σχεδόν οι δημόσιοι διανοούμενοι, συνηθισμένοι πάντα να συμπλέουν με τα κυρίαρχα κοινωνικά ρεύματα, σιωπούν ή και συμμετέχουν στον φανταστικό νέο «μακεδονικό» αγώνα. Είναι και αυτό ένα σημείο των καιρών.