Σε φουλ προεκλογικό ρυθμό μπαίνει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ αφού για πολλά στελέχη κόμματος και κυβέρνησης αποτελεί κοινό τόπο η εκτίμηση πως – παρά τις αναφορές για ολοκλήρωση της τετραετίας – το πιθανότερο είναι να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές τον Μάιο του 2019.
Περιγράφοντας το μονοπάτι που καλείται να βαδίσει η κυβέρνηση την επόμενη – μεταμνημονιακή – ημέρα συζητήθηκε εκτενώς η παρουσία του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης και το – προεκλογικό ουσιαστικά – πακέτο ελαφρύνσεων που θα παρουσιάσει ο Τσίπρας στους πολίτες, σηματοδοτώντας τη χειραφέτηση της Αθήνας από τους δανειστές στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, χωρίς να μιλήσει δεσμευτικά, εξήγησε ότι η κυβέρνηση είναι πολύ κοντά στο να αποφύγει τις προνομοθετημένες μειώσεις. Και αναφέρθηκε στο περιθώριο των περίπου 800 εκατ. ευρώ που υπάρχει για να κατευθυνθεί στοχευμένα (εκτός από τους πιο αδύναμους) και στη στήριξη των μικρομεσαίων.
Η συζήτηση στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε την εκκίνηση της προετοιμασίας για την αντεπίθεση του κυβερνώντος κόμματος που καλείται να αντιμετωπίσει το αρνητικό κλίμα από τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά και από τα μέτρα που περιλαμβάνει η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για τους όρους ολοκλήρωσης του «ελληνικού προγράμματος».
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει ένα περίγραμμα των βημάτων που θα ακολουθηθούν, αφήνοντας στον αρμόδιο υπουργό Ευκλείδη Τσακαλώτο και τους συνεργάτες του την ευθύνη να «παραμετροποιήσουν» πλήρως την τελική εκδοχή των μέτρων.
Καταρχάς, όλα δείχνουν ότι θα δοκιμαστεί σχετικά σύντομα «έξοδος στις αγορές», κατά προτίμηση πριν την τυπική ολοκλήρωση του προγράμματος. Η εκταμίευση της τελευταίας δόσης, που θα λειτουργήσει με βάση όσα συμφωνήθηκαν στο Eurogroup και ως «χρηματοδοτικό μαξιλάρι», προσφέρει εγγυήσεις σε αρκετούς επενδυτές, τουλάχιστον για ένα σχετικά βραχυπρόθεσμο (π.χ. 5ετές) ομόλογο. Η πρόσφατη περιοδεία των Τσακαλώτου, Χουλιαράκη και του επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, Δ. Τσάκωνα σε Νέα Υόρκη και Βοστώνη έδειξε ότι υπάρχουν περιθώρια να υπάρξει ανταπόκριση για μια τέτοια έκδοση.
Όμως, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι αυτά από μόνα τους δεν αρκούν για να γυρίσει το κλίμα. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει καταλάβει ότι το τυπικό τέλος των μνημονίων δεν συνιστά έξοδο από τη λιτότητα και την επιτήρηση. Η αναφορά του πρωθυπουργού και άλλων κυβερνητικών στελεχών ότι πλέον απλώς θα έχουμε την υποχρέωση να τηρούμε τους δημοσιονομικούς στόχους και τα πλεονάσματα, αλλά θα διαλέγουμε εμείς το μίγμα πολιτικής, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι εν τέλει μέτρα λιτότητας θα επιλέγονται σε κάθε περίπτωση.
Ξεκίνησαν οι παροχές
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση θέλει με κάθε τρόπο να δώσει το στίγμα ότι έρχονται παροχές. Αυτό καταγράφηκε και σήμερα στο πολιτικό συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ όπου εκτιμήθηκε ότι πάμε για 750 εκατομμύρια πλεόνασμα πέραν του πλεονάσματος που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για στοχευμένες παρεμβάσεις και κυρίως φοροελαφρύνσεις.
Ηδη τάζουν μειώσεις στις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, πάγωμα της περικοπής των συντάξεων, αύξηση του κατώτατου μισθού.
Αυτό θα μπορούσε να είναι και το περίγραμμα ενός νέου, έστω και μικρότερης κλίμακας, «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης», που θα επέτρεπε στον πρωθυπουργό να πάει στη ΔΕΘ προτάσσοντας απέναντι στην πολεμική της αντιπολίτευσης την επιστροφή στις αγορές, την έξοδο από τα μνημόνια, τις στοχευμένες κοινωνικές παρεμβάσεις και τα πρώτα θετικά σημάδια από την φετινή τουριστική κίνηση,
Όμως, όλα αυτά δεν αρκούν ούτε για να υποστηριχθεί η εικόνα μιας επιστροφής στην κανονικότητα ούτε μιας επιθετικής προετοιμασίας για τη μάχη των εκλογών.
Η σωρευμένη φθορά από την παρατεταμένη λιτότητα, η διαρκής ανασφάλεια για το μέλλον, το άγχος για μέτρα όπως η μείωση των συντάξεων είναι προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται απλώς με κάποιες συγκυριακές παροχές.
Τι θα γίνει με τις συντάξεις
Στην κυβέρνηση το γνωρίζουν αυτό και γι’ αυτό το λόγο επικεντρώνουν τόσο πολύ στο θέμα των συντάξεων. Ξέρουν ότι θα έχουν μεγάλη φθορά εάν το μέτρο εφαρμοστεί και ότι αντίστοιχα εάν αποφύγουν την εφαρμογή του, θα μπορούν να υποστηρίξουν πιο εύκολα ότι οδηγούν τα πράγματα σε μια έστω και μερική πραγματική έξοδο από τα μνημόνια.Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι πέραν των υπερβάσεων των πλεονασμάτων υπάρχει και το θετικό πλεόνασμα στον ΕΦΚΑ που σημαίνει ότι υπάρχουν «διαρθρωτικά» επιχειρήματα υπέρ του να μην υλοποιηθεί η μείωση των συντάξεων.
Όμως, εδώ θα υπάρξει και η μεγαλύτερη αντίθεση των θεσμών. Ο λόγος είναι ότι ενώ δεν έχουν αντίρρηση για εφάπαξ παροχές με βάση τα πλεονάσματα κάθε χρονιάς, έχουν κάθετη αντίρρηση για οτιδήποτε θα φάνταζε ως αναίρεση ψηφισμένης «διαρθρωτικής» αλλαγής ή ως «παραμετρικής» αλλαγής σε σχέση με την δημοσιονομική ή την κοινωνική πολιτική.
Επιπλέον, ελλοχεύει πάντοτε ο φόβος τους για τον «ηθικό κίνδυνο», εάν δοθεί η εικόνα ότι δεν εφαρμόζονται όλες οι συμφωνημένες πολιτικές. Ενώ για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης χρειάζονται και οι δανειστές να παρουσιάζουν την εικόνα ότι όλα πάνε καλά και τελείωσε η «ελληνική εμπλοκή», επίσης για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης δεν θέλουν και να περάσει η εντύπωση ότι μόλις στρέψουν το βλέμμα από την άλλη αρχίζουν χώρες να μην εφαρμόζουν μέτρα.
Το γερμανικό «καψώνι» για τα 28 εκατομμύρια από το μειωμένο ΦΠΑ στα νησιά, ένα ποσό που είναι στα όρια της στατιστικής απόκλισης ως προς τους συνολικούς δημοσιονομικούς στόχους, είναι από αυτή την άποψη διδακτικό.
Όπως, επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ευρώπη αντιπαθούν το να τροποποιούνται πολιτικές με βάση εκλογικούς κύκλους. Με αυτή την έννοια η εμφανής πρόθεση της κυβέρνησης να παρουσιάσει προεκλογικό κοινωνικό πρόσωπο, στα μάτια των «θεσμών» λειτουργεί ιδιαίτερα αποτρεπτικά.
Η μεγάλη αντίφαση
Αυτό φέρνει και την κυβέρνηση αντιμέτωπη με μία ίσως από τις πιο μεγάλες αντιφάσεις της. Από τη μια έχτισε την αφήγηση της «εξόδου από τα μνημόνια» πάνω στην ετοιμότητά της να θεσπίσει όλες τις απαιτήσεις των δανειστών, κατά βάση εκμεταλλευόμενη μια συνθήκη αποκαρδίωσης σε επίπεδο κοινωνικών κινημάτων. Από την άλλη, ο σχεδιασμός της για κρίσιμες «μεταρρυθμίσεις» ήταν να τις ψηφίσει αλλά να δοκιμάσει μετά να μην τις εφαρμόσει, εφόσον ήξερε ότι θα είχαν κοινωνικό αλλά και εκλογικό κόστος.Αυτό εκ των πραγμάτων θα σημάνει αρκετά σκληρή και παρατεταμένη διαπραγμάτευση με τους δανειστές αλλά και προσφορά πραγματικών (και αναγκαστικά σκληρών) ισοδυνάμων ώστε να εξετάσουν το ενδεχόμενο ακόμη και προσωρινής αναστολής του μέτρου για τη μείωση των συντάξεων.
Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μπορεί να μην έχουμε πια τη βάσανο των αξιολογήσεων για τη χορήγηση των δόσεων, αλλά η πραγματική επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας θα διατηρηθεί στον ίδιο βαθμό.
Ιδίως όταν οποιαδήποτε αρνητική κρίση των ευρωπαϊκών μηχανισμών για την ασκούμενη οικονομική πολιτική θα μπορεί να ισοδυναμεί με ακύρωση ή καθυστέρηση της επόμενης «εξόδου στις αγορές».
Με αυτή, παρότι τα πρώτα βήματα του τελικού προεκλογικού κυβερνητικού αφηγήματος μπορεί να φαντάζουν εύκολα, τα τελευταία και πιο καθοριστικά θα είναι και τα πιο δύσκολα. Και αυτό αναμφίβολα θα παίξει ρόλο και στον τελικό υπολογισμό του χρόνου των εκλογών.