Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η χώρα βρισκόταν υπό ένα γενικότερο κλίμα πολιτικής κρίσης, κοινωνικής δυσπραγίας, εθνικής απογοήτευσης και ανησυχίας. Η εθνική ταπείνωση του 1897, σε συνδυασμό με τους συνεχιζόμενους κραδασμούς της χρεοκοπίας του 1893, την αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, το αγροτικό ζήτημα, τα βάρη της φορολογίας και τη διογκούμενη εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση είχαν δημιουργήσει μια ασφυκτική κοινωνική κατάσταση. Στις τάξεις του στρατεύματος επικρατούσε από το 1897 και μετά έντονο αίσθημα ταπείνωσης, το οποίο εντεινόταν και συνδυαζόταν με μια κλιμακούμενη δυσφορία εξαιτίας της κατάληψης των ανώτατων επιτελικών θέσεων από τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τους πρίγκιπες, αλλά και εξαιτίας της κακής και πρόχειρης διοίκησης που επικρατούσε στις τάξεις του. Την ίδια στιγμή, οι εξελίξεις στο Κρητικό Ζήτημα και οι κυβερνητικοί χειρισμοί σε αυτό, σε συνδυασμό με το αδιέξοδο στον Μακεδονικό Αγώνα και την εμφάνιση του Κινήματος των Νεοτούρκων, που εκφραζόταν υποτιμητικά για την ικανότητα του Ελληνικού Στρατού, ενέτειναν τα αισθήματα δυσφορίας, αδυναμίας και ανησυχίας.
Σε αυτό το κλίμα συγκροτήθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909 θα οργανώσει το Κίνημα στου Γουδή. Ηταν ένα κίνημα – αντίδραση, με ασαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά και θολούς στόχους.
Γρήγορα, όμως, η ηγεσία του Συνδέσμου αποσαφήνισε ότι δεν είχε στόχο την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Στρατό και κάλεσε από την Κρήτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει τη συνέχεια.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910 ο Βενιζέλος, με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, θριάμβευσε. Θα κερδίσει τις 307 από τις 362 έδρες της Βουλής. Στις 10 Οκτωβρίου 1910 θα ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση. Θα θέσει αμέσως σε εφαρμογή συγκροτημένο πρόγραμμα ανόρθωσης της οικονομίας και εκσυγχρονισμού του κράτους. Ο Βενιζέλος, με τη γνωστή διορατικότητά του, προέβλεψε ότι γρήγορα θα άρχιζε ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία βρισκόταν στον κατήφορο της παρακμής, και η Ελλάδα έπρεπε να οργανώσει τις Ενοπλες Δυνάμεις και να τις ενισχύσει με σύγχρονο εξοπλισμό. Κάλεσε άγγλους και γάλλους εκπαιδευτές, ενίσχυσε το Ναυτικό με το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» και νέα μικρότερα πλοία.
Επρεπε να αποκαταστήσει και την ενότητα στο στράτευμα. Τόλμησε να επαναφέρει τον διάδοχο Κωνσταντίνο, τον οποίο είχαν απομακρύνει οι κινηματίες. Με την εμπειρία της ήττας του 1897, ο Βενιζέλος πίστευε ότι έπρεπε να συμμαχήσει με άλλα βαλκανικά κράτη, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο και Σερβία, τα οποία είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση του Βαλκανικού Συνασπισμού.
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Δεν ενέπλεξε την Ελλάδα, ελπίζοντας σε ειρηνικό διακανονισμό. Ο Βενιζέλος, τιμώντας τη συμφωνία του Βαλκανικού Συνασπισμού, αποφάσισε τη συμμετοχή στον πόλεμο. Στις 26 Οκτωβρίου θα έλθει η πρώτη δικαίωση της πολιτικής του Βενιζέλου. Οι Τούρκοι παρέδωσαν ελεύθερη τη Θεσσαλονίκη. Ηταν η εορτή του πολιούχου Αγίου Δημητρίου. Το πρωτόκολλο παράδοσης είχε συνταχθεί στα γαλλικά από τον τότε έφεδρο δεκανέα Ιωνα Δραγούμη. Ας συγκρατήσουμε αυτό το όνομα.
Θα ακολουθήσει η απελευθέρωση σχεδόν όλων των νησιών του Ανατολικού και του Βόρειου Αιγαίου. Στις 22 Φεβρουαρίου 1913 θα απελευθερωθούν τα Ιωάννινα. Οι Ελληνες πανηγύριζαν τις μεγάλες νίκες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Δεν θα περάσει μήνας από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας της Ηπείρου και ένα μήνυμα από τη Θεσσαλονίκη θα συγκλονίσει τους πάντες και τους εθνικούς πανηγυρισμούς θα διαδεχθεί το πένθος: είχε δολοφονηθεί ο βασιλέας Γεώργιος.
Ο Γεώργιος, γόνος του βασιλικού οίκου Σλέσβιχ – Χόλσταϊν – Γλίξμπουργκ, δευτερότοκος γιος του μετέπειτα βασιλέα της Δανίας Χριστιανού, επελέγη το 1863 από τις Μεγάλες Δυνάμεις για να διαδεχθεί τον Βαυαρό Οθωνα, μετά την εκθρόνισή του –ο βασιλικός οίκος των Γλίξμπουργκ θα παραμείνει στον ελληνικό θρόνο 111 χρόνια, έως το δημοψήφισμα του 1974.
Ο Γεώργιος Α’ θα βασιλεύσει για μισό αιώνα. Θα παντρευτεί, το 1867, τη δεκαεξάχρονη μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας Ολγα Ρομανόφ και θα αποκτήσουν οκτώ παιδιά. Από τις πρώτες μέρες της βασιλείας του δεν απέκρυψε την αφοσίωσή του στην Αγγλία, η οποία πρωταγωνίστησε στην επιλογή του. Για να γίνει αποδεκτός από τους Ελληνες, η Αγγλία τον συνόδευσε με ένα μεγάλο δώρο, την παραχώρηση στην Ελλάδα των νησιών του Ιονίου. Το δώρο αυτό συνδέθηκε από τους Ελληνες με μεγάλες προσδοκίες για την επέκταση των ελληνικών συνόρων. Παρέμενε άσβεστη η Μεγάλη Ιδέα.
Στη διάψευση αυτών των προσδοκιών αποδίδεται και η απόπειρα δολοφονίας του τον Φεβρουάριο 1898. Επιστρέφοντας με την άμαξα από περίπατο στο Φάληρο, έπεσε σε ενέδρα στη Λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος του Αγίου Σώστη. Θα τραυματιστεί ελαφρά από τους πυροβολισμούς των δραστών, οι οποίοι και συνελήφθησαν από τη βασιλική φρουρά. Ησαν ο Γεώργιος Καρδίτσας, εθελοντής στον Κρητικό Πόλεμο 1896-1897, και ο Ιωάννης Γεωργίου ή Κυριακός από τη Μακεδονία. Δικάστηκαν και εκτελέστηκαν στις φυλακές Παλαμηδίου. Ο Γεώργιος δεν απέφυγε τις άμεσες παρεμβάσεις στην πολιτική και τη διακυβέρνηση της χώρας, ακόμα και μετά την αποδοχή της δεδηλωμένης, με την πρώτη κυβέρνηση Τρικούπη το 1875. Ηρέμησε μετά την εκλογή του Βενιζέλου.
Η ιστορική αποκήρυξη της συντακτικής μοναρχίας από τον Βενιζέλο, στην πρώτη ομιλία του στο Σύνταγμα, και η αποκατάσταση του διαδόχου Κωνσταντίνου στην ηγεσία του στρατεύματος τον είχαν πείσει ότι δεν είχε λόγους ανησυχίας για τον θρόνο.
Ο βασιλέας Γεώργιος Α’, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, εγκαταστάθηκε εκεί για να στηρίξει, με την παρουσία του, την ελληνική προσάρτηση που απειλούνταν από τους Βουλγάρους. Το απόγευμα της 5ης Μαρτίου 1913 βγήκε για περίπατο χωρίς τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας. Δεν είχε λόγους να φοβάται. Ο εκ Σερρών Αλέξανδρος Σχινάς εμφανίστηκε ξαφνικά από πίσω του και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο βασιλέας εξέπνευσε κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Ο δράστης δεν αποκάλυψε ποτέ τους λόγους και τα κίνητρά του. Θα μεταφερθεί στο Διοικητήριο και θα κρατήσει κλειστό το στόμα του κατά τις μέρες της ανάκρισης. Το «μυστικό» θα το πάρει μαζί του, βάζοντας τέλος στη ζωή του πηδώντας από το παράθυρο του Διοικητηρίου… Οι φήμες για τα κίνητρα του δράστη και τους ηθικούς αυτουργούς οργίασαν.
Ηταν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής που δημιουργούσαν το κατάλληλο κλίμα για υποθέσεις, διαδόσεις και φημολογίες. Η επικρατέστερη, τότε, υποψία στρεφόταν κατά των Βουλγάρων. Μετά τον Εθνικό Διχασμό, αποδόθηκε σε συνωμοσία των Γερμανών, οι οποίοι ήθελαν «να βγάλουν από τη μέση» τον αγγλόφιλο Γεώργιο και να έχουν στα Ανάκτορα τον «δικό τους άνθρωπο», τον γαμπρό τους Κωνσταντίνο. Και η τρίτη θεωρία ήταν ότι ο Σχινάς ήταν αναρχικός και ανισόρροπος.
Τη συμμετοχή Γερμανών στη δολοφονία υποστήριξαν ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία του καθώς και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, βασιζόμενοι σε συνομιλία που είχαν με τον φίλο τους ανακριτή Βασίλειο Κανταρέ αλλά και στο γεγονός ότι ο Σχινάς αυτοκτόνησε ή ρίχτηκε από το παράθυρο μετά την επίσκεψη της βασίλισσας Ολγας.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι από τη δολοφονία ωφελήθηκαν οι Γερμανοί. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος διαδέχθηκε τον Γεώργιο, ήταν φανατικός γερμανόφιλος. Η δολοφονία του Γεώργιου άνοιξε τον δρόμο στον καταστροφικό Εθνικό Διχασμό.
Βιβλία: το τετράτομο «Η περιπέτεια του κοινοβουλευτισμού»,
«Η Ελλάδα των δανείων και των χρεοκοπιών», «Από τον Οθωνα
στην καγκελάριο Μέρκελ – 180 χρόνια οι Γερμανοί στην Ελλάδα»,
«Η Ευρώπη και η Ελλάδα – Από την κρίση στην ελπίδα»
(εκδόσεις Πατάκη)