Οσοι έχουν παρακολουθήσει την εξαιρετική πρώτη σεζόν της τηλεοπτικής σειράς Φάργκο, σίγουρα γνωρίζουν την πόλη του Ντούλουθ στην πολιτεία της Μινεσότα. Η πόλη αυτή των περίπου 280.000 κατοίκων, χτισμένη στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Σουπίριορ, περιγράφεται από τους συντελεστές τής σειράς ως ένας απομονωμένος και τραχύς μη τόπος, όπου η ζωή ρυθμίζεται από τις συνήθως κακές καιρικές συνθήκες και κατοικείται από φιλήσυχους, έως και αφελείς, εκπροσώπους της αμερικανικής μεσαίας τάξης.
Η περιοχή των Μεγάλων Λιμνών την οποία μοιράζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες με τον Καναδά και της οποίας η λίμνη Σουπίριορ αποτελεί τη δυτικότερη απόληξη, εξερευνήθηκε από τους Ευρωπαίους στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν Αγγλοι και Γάλλοι αναζητούσαν το περίφημο «βορειοδυτικό πέρασμα» που θα συνέδεε τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η αναζήτηση βεβαίως, όπως γνωρίζουμε σήμερα, αποδείχθηκε μάταιη, αλλά ο σκληρός αυτός τόπος που κατοικούνταν από εχθρικές μεταξύ τους φυλές Ινδιάνων προσέφερε στους Ευρωπαίους ένα πολύτιμο αγαθό: τη γούνα του κάστορα. Αντίθετα όμως με ό,τι θα φανταζόμασταν εμείς σήμερα, οι εξερευνητές δεν κυνηγούσαν το συμπαθές τρωκτικό για το εξωτερικό στιλπνό του τρίχωμα, το οποίο μάλιστα, ιδέα εξωφρενική για τα δικά μας μέτρα, πετούσαν. Αυτό που τους ενδιέφερε και το οποίο δημιούργησε μια πραγματική εμπορική και κοινωνική φρενίτιδα στη Γηραιά Ηπειρο, ήταν το στρώμα δέρματος κάτω από τη γούνα που αποτελούσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή τσόχας –από την οποία στη συνέχεια φτιάχνονταν τα καπέλα. Ενα τέτοιο καπέλο, φαρδύ, ψηλό, με πλατύ γείσο και κορδέλα, τελευταία λέξη της ανδρικής μόδας της εποχής, φοράει και ο στρατιώτης στον πίνακα με τίτλο Στρατιώτης και γελαστό κορίτσι που ζωγράφισε στα 1658 ο Γιοχάνες Βερμέερ.
Την ιστορία αυτού του εξαιρετικού αντικειμένου, κοινωνικού συμβόλου και αισθητικού προϊόντος, μας αφηγείται μεταξύ άλλων στο βιβλίο του Το καπέλο του Βερμέερ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος ο σινολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Τίμοθι Μπρουκ. Και η ιστορία αυτή είναι πραγματικά συναρπαστική διότι με αφορμή το τσόχινο καπέλο του πίνακα ο συγγραφέας κατορθώνει να διηγηθεί την ιστορία της ανακάλυψης του Καναδά, να μιλήσει για την ιστορία του φλερτ στη Δυτική Ευρώπη, να σχολιάσει την εξέλιξη της μόδας και της υγιεινής στο Ντελφτ των μέσων του 17ου αιώνα (είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήλεγχαν την αγορά καπέλων –μεταχειρισμένων ή καινούργιων –εξαιτίας του φόβου για τις ασθένειες που μεταδίδονταν από τις ψείρες) και να θέσει μια σειρά από ερωτήματα με ενδεικτικότερο όλων ίσως το παρακάτω: πώς είναι δυνατόν στα 1632 ένας γάλλος «εμπορικός αντιπρόσωπος», αποστολή του οποίου ήταν να εισχωρήσει στην καναδική ενδοχώρα, να πηγαίνει στις γιορτές που ετοιμάζουν προς τιμήν του οι Ινδιάνοι Γουινιμπάγκο στην όχθη της λίμνης Σουπίριορ, πολύ κοντά στο σημερινό Ντούλουθ, φορώντας κινεζικό κιμονό;
Η απάντηση είναι απλή: όπως εξηγεί ο Μπρουκ, η πορεία προς τα δυτικά δεν είχε αποκλειστικό σκοπό το εμπόριο γουναρικών αλλά, επίσης, αν όχι κυρίως, την ανακάλυψη μιας εναλλακτικής οδού προς την Κίνα. Πράγματι, για τον γεωγράφο, χαρτογράφο, εξερευνητή και ιδρυτή του σημερινού Κεμπέκ Σαμουέλ Σαμπλέν και τον «εμπορικό αντιπρόσωπο» Ζαν Νικολέ, ο δρόμος για την Κίνα δεν παρέκαμπτε την αμερικανική ήπειρο αλλά περνούσε μέσα από αυτήν. Ετσι ο Νικολέ, με γνώση του πρωτοκόλλου και έχοντας προβλέψει την άφιξή του στο αυτοκρατορικό παλάτι του Πεκίνου, μετέφερε μαζί του στον σημερινό Καναδά και ένα παραδοσιακό κιμονό, το οποίο είχε φτάσει στο Παρίσι πιθανότατα μέσω κάποιου ιησουίτη ιεραποστόλου που δραστηριοποιούνταν στην Ανατολή.
Μια ιστορία του κόσμου
Σε τι αντιστοιχεί λοιπόν αυτή η νέα υλική και διανοητική πραγματικότητα; Με μία λέξη: στην παγκοσμιοποίηση ή, μάλλον, στις απαρχές της παγκοσμιοποίησης, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο του βιβλίου.
Το καπέλο του Βερμέερ είναι μια πολιτισμική ιστορία του 17ου αιώνα, αυτής της μοναδικής και εν πολλοίς άγνωστης σε εμάς περιόδου, κατά την οποία η ανάπτυξη των εμπορικών δικτύων και οι πρόοδοι της επιστήμης δημιούργησαν συνθήκες πρωτόγνωρης κινητικότητας και συσσώρευσης πλούτου.
Ο Τίμοθι Μπρουκ όμως δεν έχει γράψει μια συμβατική ιστορία. Βαθύς γνώστης του κινεζικού πολιτισμού και εξαιρετικός storyteller, χτίζει μια έκκεντρη αφήγηση διατρέχοντας πέντε πίνακες του ολλανδού δασκάλου όχι ως ιστορικός της τέχνης αλλά ως ντετέκτιβ που παρατηρεί μια λεπτομέρεια, ένα αντικείμενο ή ένα πρόσωπο για να βρει σημεία εισόδου σε έναν πολυεπίπεδο κόσμο ανταλλαγών και ανταγωνισμών μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Είναι αυτή η πρωτότυπη ματιά στα πράγματα που του επιτρέπει να εκθέσει την περιπέτεια της άφιξης της κινεζικής πορσελάνης στην Ευρώπη σαν μια ιστορία της ναυσιπλοΐας και του (ευρωπαϊκού και κινεζικού) γούστου· ή να μιλήσει για την ιστορία του καπνού για να χαρτογραφήσει τις εμπορικές οδούς που συνέδεσαν τη Λατινική Αμερική με την Ευρώπη και την Ασία, παρακολουθώντας ταυτόχρονα την εξέλιξη μιας συνήθειας που, ακόμα και σήμερα, ορίζει κανόνες εθνικής, ταξικής, κοινωνικής και έμφυλης συμπεριφοράς· ή, τέλος, να ακολουθήσει τα χνάρια ενός γαλλόφωνου Σκωτσέζου, ο οποίος στα πρώτα χρόνια της ωριμότητάς του απέκτησε ολλανδικό όνομα, για να πεθάνει τελικά σε βαθιά γεράματα ως κορεάτης αξιωματούχος.
Τα υλικά πράγματα
Αλλάξτε τον τρόπο που βλέπουμε την Ιστορία
Αρχή και επίκεντρο του περίπλου που ξετυλίγεται στις σελίδες αυτού του σαγηνευτικού βιβλίου είναι η πόλη Ντελφτ, γενέτειρα του Βερμέερ (την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ) και μία από τις έδρες της περίφημης Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών –της πρώτης μεγάλης ανώνυμης εταιρείας στον κόσμο. «Το Ντελφτ δεν ήταν μόνο του», γράφει ο Μπρουκ, «υπήρχε σε έναν κόσμο που απλωνόταν σε ολόκληρη την υδρόγειο». Η καλειδοσκοπική ματιά του μοιάζει έτσι να συντονίζεται με τη ματιά του ίδιου του Βερμέερ, ο οποίος στην εμβληματική Αποψη του Ντελφτ περιέλαβε, διόλου τυχαία, και τις στέγες του παραρτήματος της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Με αυτόν τον πίνακα ξεκινά το βιβλίο και με μια πόλη οι αποβάθρες της οποίας, όπως έγραψε ο Ρενέ Ντεκάρτ, ήταν «ένας κατάλογος πιθανοτήτων», πομπός και δέκτης ταυτόχρονα του νέου εμπορικού πνεύματος του 17ου αιώνα. Ενα παράδειγμα: αν το καπέλο του αξιωματικού είναι φτιαγμένο από γούνα κάστορα από τον Καναδά, τα νομίσματα που μετράει η κοπέλα μπροστά στο παράθυρό της σε έναν άλλο πίνακα έχουν εξορυχθεί στο Περού και πιθανόν θα χρησιμοποιηθούν για να αγοραστούν οι κινεζικές πορσελάνες που συναντάμε σε πολλά από τα εσωτερικά του Βερμέερ.
Νέα μέθοδος ερμηνείας
Απευθυνόμενος στους επαγγελματίες των κοινωνικών επιστημών αλλά και στους φιλομαθείς αναγνώστες, ο συγγραφέας στην πραγματικότητα εισηγείται μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την Ιστορία και την τέχνη: «αν δούμε τα πράγματα που απεικονίζονται [στους πίνακες], θα βρεθούμε πίσω από πόρτες που συνδέουν το μπερδεμένο και δυσνόητο παρόν μας με ένα παρελθόν κάθε άλλο παρά απλό» σημειώνει, χωρίς καμία διάθεση υπεραπλούστευσης. Φέρνοντας, με άλλα λόγια, στο επίκεντρο του προβληματισμού του την εικόνα ως αντικείμενο, ο Μπρουκ δεν εφευρίσκει μόνο μια ιστορική πηγή αλλά και μια νέα μέθοδο ερμηνείας της. Αποφεύγοντας έτσι να ακολουθήσει την ευθεία γραμμή του ιστορικού συλλογισμού, ο ευφυής αυτός ιστορικός προτιμά να χαθεί στους μαιάνδρους της ιστορίας των υλικών πραγμάτων ώστε να φτάσει στην ιστορία των προσώπων από μια άλλη οδό, περισσότερο δύσβατη ίσως αλλά και πιο προκλητική. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό καθώς το βιβλίο, στη ρέουσα ελληνική του μετάφραση, μετατρέπεται το ίδιο σε πίνακα και καθρέφτη μιας άλλης εποχής –ίσως όχι και τόσο μακρινής από τη δική μας.
Timothy Brook
Το καπέλο του Βερμέερ
Μτφ. Ρηγούλα Γεωργιάδου
Εκδ. Παπαδόπουλος, 2018, σελ. 328
Τιμή: 18 ευρώ