Συνοπτικά, η ιστορία θα μπορούσε να θυμίζει χολιγουντιανή ταινία με τάσεις εξωτισμού ή παραβολή σύγχρονης πολιτισμικής ενόρασης: όταν περίπου δέκα χρόνια πριν, στη διάρκεια μιας τσάρκας στις υπαίθριες αγορές της Κωνσταντινούπολης, ο Κρίστοφερ Κινγκ, ένας μουσικός και βραβευμένος με Γκράμι παραγωγός, αγόρασε σχεδόν τυχαία μερικούς παλιούς δίσκους γραμμοφώνου με μουσική της Ηπείρου, η αναστάτωση από ό,τι άκουσε ήταν τέτοια, που όχι μόνο επιμελήθηκε κάμποσες ψηφιοποιημένες συλλογές σε δισκογραφική της χώρας του, αλλά ήρθε και σε επαφή με ηπειρώτες συλλέκτες προκειμένου να μάθει περισσότερα, ταξίδεψε μέχρι το Ζαγόρι, χόρεψε στα πανηγύρια του, ήπιε το τσίπουρό του και έγραψε ένα βιβλίο για τους λόγους που η ανθρωπότητα δημιουργεί, παίζει ή ακούει μουσική. «Υπάρχει μια τάση να δραματοποιούμε ή να απλουστεύουμε τέτοιες αφηγήσεις», λέει σήμερα στα «Πρόσωπα», δύο μήνες μετά την έκδοση του «Lament from Epirus». «Στον πυρήνα του είναι πράγματι ένα βιβλίο για την πολιτισμική δεκτικότητα και εμβάπτιση, για την κατανόηση φαινομένων όπως της μουσικής της Ηπείρου. Το επιμύθιο της ιστορίας όμως είναι ότι δεν υπάρχει πιο βαθιά ούτε πιο ουσιαστική πράξη αγάπης από το μοίρασμα. Κι ήταν οι Ηπειρώτες που μοιράστηκαν πράγματα μαζί μου».
Σε μια στροφή της τύχης, κάτι μοιράστηκε και ο Τζακ Γουάιτ των White Stripes ή ο underground κομίστας Ρόμπερτ Κραμπ, που ανέλαβαν ο μεν την κυκλοφορία εκείνων των συλλογών στην δισκογραφική του Third Man Records, ο δε την εικονογράφηση των εξωφύλλων. Η δουλειά ωστόσο του Κινγκ δεν ήταν απλώς η σημαντικότερη τεχνικά: πριν από τις ανορθόδοξες μεθόδους μεταγραφής των δίσκων 78 στροφών σε CD –πλύσιμο με ειδικό σαπούνι, ενίσχυση του βραχίονα του γραμμόφωνου με σπίρτα –ο άνθρωπός μας, καταγόμενος από την αγροτική Βιρτζίνια και λάτρης της φολκ, διέθετε το αισθητήριο που τον έκανε να ακούσει το ηπειρώτικο κλαρίνο «σαν επιθανάτιο σπασμό». Δεκαετίες ακρόασης προπολεμικής, αλουστράριστης μουσικής –κυρίως μπλουζ από το δέλτα του Μισισιπή –δεν τον είχαν προετοιμάσει για όλα αυτά. Ετσι, ήρθε σε επαφή με τα αδέρφια Μπαρούνη και με την εκτενή συλλογή τους από πλάκες ελληνικών παραδοσιακών τραγουδιών, μέχρι που αποφάσισε να κάνει το μεγάλο ταξίδι: «Το πρώτο που ένιωσα όταν αντίκρισα τη γη της Ηπείρου ήταν ένα ξάφνιασμα, μια μεταμόρφωση, σαν να χρειαζόμουν περισσότερες από πέντε αισθήσεις για να αντιληφθώ τι συνέβαινε. Γνώριζα πώς το περιβάλλον είχε επηρεάσει τους ανθρώπους. Κατανόησα όμως βαθύτερα τη συνύπαρξη φυσικού και πνευματικού κόσμου όταν βρέθηκα στην Ηπειρο. Περισσότερο με συγκλόνισαν τα βουνά, η απεραντοσύνη, το ύψος. Μου θύμισαν το μέρος που γεννήθηκα. Ηταν λες κι επέστρεψα σπίτι», λέει.
Τσίπουρο στη Βίτσα
Ο Κινγκ εγκαταστάθηκε στο χωριό Βίτσα, στο Ζαγόρι, στην είσοδο του φαραγγιού του Βίκου. Ανακατεύτηκε με τους φιλόξενους ντόπιους, υιοθέτησε τις συνήθειές τους, λάτρεψε το τσίπουρο («σαν τα ουράνια υγρά δύο αγγέλων που πηδιούνται»), άκουσε το παίξιμο του Γρηγόρη Καψάλη («ακόμα και ο τρόπος που σηκώνει το κλαρίνο είναι ταπεινός, σαν να αισθάνεται τιμή όταν φέρνει το επιστόμιο στα χείλη του»), περιηγήθηκε στον Παρακάλαμο, ένα χωριό με έντονη την παρουσία των Ρομά μουσικών («δίνει την αίσθηση μιας μετά βίας συγκρατημένης αναρχίας») και, φυσικά, έζησε το πρώτο του πανηγύρι: χόρεψε με το πάθος του νεοφώτιστου, παραπονέθηκε για την επιμειξία παραδοσιακών οργάνων και ενισχυτών, άκουσε τον Θωμά Χαλιγιάννη να παίζει κλαρίνο μέσα στο αφτί του («δεν υπήρχε διαμεσολάβηση, μόνο ήχος») και μέθυσε τόσο που στον γυρισμό έφαγε τα μούτρα του. «Νομίζω ότι οποιοσδήποτε Αμερικανός με καταγωγή από την επαρχία και με ανοιχτό μυαλό θα αντιδρούσε παρόμοια σε ένα πανηγύρι», εξηγεί. «Κάποιος από την πόλη, πιο στενόμυαλος, ίσως να μην εμπλεκόταν στη μουσική και στην κοινότητα. Γιατί αυτό είναι το μυστικό, το κλειδί: η εμπλοκή. Πρέπει να αισθάνεσαι βαθιά όσα μοιράζονται οι άνθρωποι, ειδάλλως το πνεύμα του πανηγυριού θα είναι κάλπικο, προσποιητό. Σημασία έχει να είσαι ανοιχτός και πρόθυμος να βυθιστείς στις χαρές και στις λύπες των άλλων. Να νιώσεις στα αλήθεια την αγάπη, το ανήκειν».
Από όλες τις υποδιαιρέσεις της ηπειρώτικης μουσικής, ο μύστης πλέον Κινγκ προτιμάει λέει το ζαγορίσιο στυλ, γιατί αν και βαρύ, είναι περίπλοκο σαν δαντέλα: σκοποί όπως η «Φράσια», η «Βεργινάδα», το «Πάπιγκο», του δίνουν την εντύπωση ενός ιστού που υφαίνεται μπροστά στα μάτια του, όχι όμως ότι δεν απολαμβάνει και έναν αργό πωγωνίσιο, με τον εύκολο και ιδανικό για χορό βηματισμό του. Οι αστικές μελωδίες σαν την «Γενοβέφα» καθώς και τα ταχύτερα τσάμικα τον γοητεύουν εξίσου («αν και θα προτιμούσα να τα χόρευα καλύτερα»), ενώ όταν ιδιωτεύει, προτιμά να ακούει τον ποιμενικό «Σκάρο» και φυσικά κάποιο μοιρολόι. Ειδικά ως προς το τελευταίο, συμφωνεί ότι εκφράζει τόσο πόνο όσο και ελπίδα: η συνύπαρξη της ματζόρε και της μινόρε πεντατονικής κλίμακας (η οποία εντοπίζεται σχεδόν σε όλο τον πλανήτη, καθότι «αρχέγονη, σαν την ανθρώπινη ανάγκη να επικοινωνούμε και να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον») είναι η τεχνική βάση της συναισθηματικής του πολυπλοκότητας, όλα όμως εξαρτώνται από την προσωπικότητα του μουσικού και την ικανότητά του «να “διαβάζει” όσα λαχταρούν ή θέλουν να νιώσουν οι χωριανοί». Τέτοια ταλέντα μάλλον διέθεταν ο κλαριντζής Κίτσος Χαρισιάδης και ο βιολιτζής Αχιλλέας Ζούμπας, στους οποίους ο Κινγκ αφιέρωσε δύο από τις συλλογές του. «Μακάρι να μπορούσα να ταξιδέψω στο χρόνο και να τους δω», εξομολογείται στα «Πρόσωπα». «Θα ήταν πάντως υπερβολή να τους ρωτήσω οτιδήποτε, μιας κι έχουν πει τόσα με τα όργανά τους. Θα τους ζητούσα απλώς, αφού τους φιλοδωρούσα, να παίξουν ένα “Σκάρο” κι ένα “Μοιρολόι”».
Αυθεντικότητα και επιρροές
Αν δεν έχει γίνει ήδη σαφές, ο παραγωγός δεν χρειάστηκε πολύ καιρό στην Ηπειρο για να επιβεβαιώσει ότι η μουσική της διαθέτει τις αρετές που ο ίδιος αποδίδει στην «αυθεντικότητα»: η λέξη εμφανίζεται συχνά στο βιβλίο του και το νόημά της υλοποιείται όταν σε μια κοινότητα, οι πολιτισμικές πρακτικές μεταφέρονται απαράλλακτες από γενιά σε γενιά. Ωστόσο, δεν είναι άραγε επόμενο μια μουσική που όχι απλώς ακούγεται, αλλά βιώνεται, να διαμορφώνεται ιστορικά είτε λ.χ. από τους Οθωμανούς των Ιωαννίνων, είτε από τους Ρομά του Παρακαλάμου, είτε από την Εσπερία και τα όργανά της σαν το κλαρινέτο, χωρίς οι επιρροές να αξιολογούνται; «Δεν θα έλεγα πως όλες οι νέες επιρροές είναι αρνητικές και όλες οι παλιότερες θετικές. Καθετί που στερεί από τη μουσική τη δυνατότητα να μεταβιβάζει την αγνή συναισθηματική δύναμη που διέθετε τής κάνει κακό. Η μουσική είναι θεραπευτική, αποτελεί ψυχικό φάρμακο κι εμείς χρειαζόμαστε πιο αποτελεσματικά φάρμακα, όχι πιο αδύναμα», αποκρίνεται ο Κινγκ. Τελικά, αυτό κατά τη γνώμη του είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό της μουσικής που αλληλοσυνδέεται με τον τόπο και τους ανθρώπους που τη δημιουργούν: λειτουργεί σαν εργαλείο επιβίωσης και γιατρειάς της κοινότητας. Το χρειάστηκαν στην ιστορία τους οι Ηπειρώτες και όχι μόνο: «Το συμπέρασμα όμως είναι ότι η σύγχρονη δυτική μουσική έχει πάρει λάθος μονοπάτι και συχνά προσπαθεί να μοιάσει στη δημοφιλή αμερικανική ποπ», καταλήγει. «Θα έπρεπε, αντίθετα, να θεραπεύει. Κι εκείνοι που δημιουργούν μουσική να είναι τόσο πολύτιμοι όσο κι εκείνοι που θρέφονται από αυτήν».
Το «Lament from Epirus» αναμένεται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα στο τέλος της χρονιάς. Στις σελίδες του θα μπορεί να διαβάσει κανείς ότι ο Κινγκ πιστεύει πως στην ηπειρώτικη βρήκε την παλαιότερη παραδοσιακή μουσικής της Ευρώπης. Ισως γι’ αυτό αποφάσισε να μετακομίσει στο Ζαγόρι και να παραχωρήσει τη συλλογή του με δίσκους 78 στροφών σε αυτό που θα ονομαστεί Αρχείο Ηπειρώτικης Μουσικής. Ξέρει ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο, ελπίζει όμως και ότι ιδρύματα σαν το ΚΠΙΣΝ, το Ωνάσειο ή τον Ομιλο Πειραιώς θα ενδιαφερθούν. Στο κάτω κάτω, ο σκοπός του δεν είναι αυστηρά μουσικολογικού χαρακτήρα: για εκείνον όσο ο κόσμος «αστικοποιείται, εκμοντερνίζεται και ουδετεροποιείται» το ίδιο συμβαίνει και με το βιωματικό, κοινοτικό κομμάτι της μουσικής, που σταδιακά εξαφανίζεται, δίνοντας έμφαση στην τεχνική και όχι στο βάθος, στο άτομο και όχι στο σύνολο. «Το αρχείο θα πετύχει το στόχο του αν ενισχύσει ένα αίσθημα προστασίας και αγάπης για την ηπειρώτικη μουσική» λέει. «Ξέρω ότι κανείς δεν μπορεί να συντηρήσει μια παράδοση –είναι μια επικίνδυνη και ανόητη σκέψη. Νομίζω όμως ότι με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθούν τεκμήρια της μακροβιότητας και της συνέχειάς της. Ο κόσμος θα επισκέπτεται τα χωριά και τα πανηγύρια τους για γενιές και γενιές, οι οποίες θα μπορούν να βιώνουν την κληρονομιά τους. Το μέσο θα είναι οι δίσκοι γραμμοφώνου και οι επιτόπιες ηχογραφήσεις που σχεδιάζω να επιβλέψω και να επιμεληθώ. Η δουλειά μου θα συνεχιστεί από άλλους όταν θα έχω φύγει. Το αντιμετωπίζω σαν ένα ζωντανό μνημείο της πιο δυνατής μουσικής που δημιουργήθηκε ποτέ».