Οι υπεύθυνοι του Μουσείου Μπλάντον στο Πανεπιστήμιο του Τέξας είχαν πάρει το μήνυμα. Κατά κάποιο τρόπο το είχαν ήδη στείλει οι διαδηλωτές εναντίον του πίνακα του Εμετ Τιλ στην περσινή Μπιενάλε του Γουίτνεϊ ο οποίος αποτύπωνε μέλη ακρωτηριασμένων σωμάτων. Ή οι αντιδράσεις από την αφροαμερικανική κοινότητα του Σεντ Λούις για τις εικόνες μαύρων πασαλειμμένων με σοκολάτα και οδοντόκρεμα που είχε δημιουργήσει λευκός καλλιτέχνης. Τον περασμένο Σεπτέμβριο το Walker Art Center στη Μινεάπολη αποσυναρμολόγησε ένα άγαλμα με τη μορφή αγχόνης, όταν οι ηγέτες των Ινδιάνων της περιοχής ισχυρίστηκαν ότι προκαλεί συνειρμούς για το μαζικό κρέμασμα των Ινδιάνων της Ντακότα το 1862. Επομένως ο πίνακας του Βίνσεντ Βαλντέζ που αγόρασε το Μουσείο Μπλάντον πρόπερσι και αναπαριστούσε μια συνάντηση μελών της Κου Κλουξ Κλαν έχρηζε ειδικού χειρισμού κατά την έκθεσή του. Για τον λόγο αυτό το μουσείο πέρασε σχεδόν δύο χρόνια προετοιμάζοντας την πρώτη επίσημη παρουσίασή του. Τοποθέτησαν τα τέσσερα πάνελ του σε μια ειδική αίθουσα που κατασκευάστηκε για τον σκοπό αυτό με την ενημερωτική ταμπέλα «Μπορεί να προκαλέσει δυνατά συναισθήματα» –κάτι που δεν συνηθίζεται στα αμερικανικά μουσεία. Οι επιμελητές της έκθεσης ετοίμασαν preview του πίνακα για εκπροσώπους σχολών και φοιτητές σε μια προσπάθεια να προλάβουν την αυστηρή κριτική από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Παράλληλα, συμβουλεύτηκαν περισσότερους από 100 οργανισμούς και προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων και το γραφείο δημάρχου της πόλης, την Ενωση εναντίον της Δυσφήμησης και τον Συνασπισμό για τη Δικαιοσύνη στο Οστιν, μια τοπική οργάνωση για τα δικαιώματα των έγχρωμων κατοίκων. Μέχρι και τις στολές των υπαλλήλων ασφαλείας του Μπλάντον άλλαξαν από ανοιχτό γκρι σε έντονο μπλε ώστε να μη γίνουν συσχετισμοί με τις στολές της ρατσιστικής οργάνωσης που έδειχνε ο πίνακας.
Ηταν υπερβολικά όλα αυτά τα μέτρα; Για να απαντήσει κανείς οφείλει να πάρει υπόψιν του ότι στο Τέξας η ωμή βία που συνδέεται με φυλετικά ζητήματα εξακολουθεί να είναι καθημερινό φαινόμενο. Στις αρχές του μήνα τιμήθηκαν τα 20 χρόνια από τη δολοφονία του Τζέιμς Μπερντ Τζούνιορ από λευκούς ρατσιστές στην περιοχή του Τζάσπερ. Τον περασμένο Δεκέμβριο ομάδες για την προάσπιση των δικαιωμάτων των μαύρων έκαναν τα αποκαλυπτήρια μιας πλάκας που τοποθέτησαν στο Ανατολικό Οστιν σε ανάμνηση τριών Αφροαμερικανών που λιντσαρίστηκαν το 1894. Στιγμές σαν κι αυτές παρακίνησαν τον Βαλντέζ, που έχει το στούντιό του στο Χιούστον, να φτιάξει το έργο «The city I» για να θυμίσει ότι το αβγό του φιδιού φωλιάζει ακόμα ανάμεσά τους. «Υπάρχουν άνθρωποι στις ΗΠΑ που αρνούνται να καταλάβουν ότι οργανώσεις όπως η Κου Κλουξ Κλαν υπάρχουν. Και τώρα βλέπουμε το αποτέλεσμα», ανέφερε ο ζωγράφος στους «New York Times». Θέλοντας να κάνει την εικόνα πιο ζωντανή, έβαλε τη μία από τις φιγούρες του πίνακα με τις κουκούλες να κοιτάει το iPhone κινητό του, ενώ στο βάθος διακρίνεται ένα παλιό φορτηγάκι Chevrolet. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές κοιτάζουν κατάματα το κοινό. «Είναι πολύ ευκολότερο να αποκαλύπτεις θέματα όπως η λευκή κυριαρχία ή η Κου Κλουξ Κλαν απλώς σαν θέματα εγκληματικής βίας. Με απασχολεί περισσότερο η ιδέα ότι όλοι κατοικούμε την ίδια αμερικανική γη», επισήμανε ο Βαλντές.
Ο ίδιος μεγάλωσε στις γειτονιές του Σαν Αντόνιο όπου ζουν μεγάλες κοινότητες μεξικανών μεταναστών και άρχισε να ζωγραφίζει από νεαρή ηλικία. Η διευθύντρια του Μπλάντον είδε για πρώτη φορά τη δουλειά του το 2014 σε μια έκθεσή του με τίτλο «The strangest fruit» όπου κυριαρχούσαν οι εικόνες κορμιών σε μεγάλες διαστάσεις κακοποιημένων μεξικανοαμερικανών ανδρών ντυμένων με σύγχρονες φορεσιές. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Βαλντέζ ήθελε να στρέψει την προσοχή του κοινού στις χιλιάδες των Μεξικανών που ήρθαν αντιμέτωποι με εγκλήματα μίσους στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Το μουσείο αγόρασε δύο πίνακες από την συγκεκριμένη έκθεση που τώρα εκτίθενται στους χώρους του. Οσο για τον επίμαχο πίνακα «The city I», η διευθύντρια του μουσείου Σιμόν Γουίκα είδε μια ημιτελή εκδοχή του στο στούντιο του ζωγράφου το 2016 πριν παρουσιαστεί στην γκαλερί Ντέιβιντ Σέλτον στο Χιούστον.
Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΡΑΜΠ. Πεισμένη ότι το συγκεκριμένο έργο άξιζε, η διευθύντρια συγκέντρωσε 200.000 δολάρια από ιδιωτικά κεφάλαια προκειμένου να το αποκτήσει. Αρχικά, το σχέδιο ήταν να εκτεθεί ο πίνακας το καλοκαίρι του 2017 αλλά η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία ανέτρεψε τα σχέδια. Δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση στους επισκέπτες του μουσείου ότι η αγορά του ήταν κάποιου είδους πολιτική διαμαρτυρία. «Θα ήταν σαν να τον είχαμε αποκτήσει ως πολιτική δήλωση ή ότι ο καλλιτέχνης τον ζωγράφισε ως πολιτική τοποθέτηση», σχολίασε η Γουίκα.
Τον επιπλέον χρόνο που είχε στη διάθεσή της για τη διαχείριση της έκθεσης του πίνακα τον αφιέρωσε στη διαδραστική επικοινωνία με την τοπική κοινωνία. Το Μπλάντον προσέλαβε έξι «οικοδεσπότες» για να διαχειρίζονται όλες τις δράσεις που θα σχετίζονται με τον πίνακα. Υποχρεωτικά ένας εξ αυτών θα βρίσκεται στην αίθουσα μαζί με έναν φύλακα ώστε να απαντάει στο κοινό σε όλες τις απορίες από την επίσκεψη. Επιπλέον, ένα βίντεο με συνέντευξη του Βαλντέζ θα παίζει σε λούπα στην πινακοθήκη. Οσο για το εισαγωγικό κείμενο που θα κοσμεί τους τοίχους στην είσοδο της έκθεσης, αυτό το έγραψε η επιμελήτρια Βερόνικα Ρόμπερτς η οποία υπολογίζει ότι άλλαξε τις έξι παραγράφους τουλάχιστον 400 φορές. Πέρα από το λεπτομερές σάιτ που δημιουργήθηκε για την περίπτωση, στήθηκε, τέλος, και ένα παράλληλο πρόγραμμα δράσεων με ομιλίες και εκδηλώσεις που ξεκίνησαν προχθές και θα διαρκέσουν μέχρι τον Οκτώβριο.