Το νομοσχέδιο Κλεισθένης είναι κατώτερο των προσδοκιών και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τη «μεγάλη μεταρρύθμιση της Αυτοδιοίκησης» που προπαγάνδιζε επί μακρόν ο υπουργός Εσωτερικών κύριος Σκουρλέτης. Το μόνο που γίνεται επί της ουσίας, είναι ότι αλλάζει το εκλογικό σύστημα στους δήμους και τις περιφέρειες με τρόπο διαλυτικό για τη λειτουργία τους, φέρνοντας την απόλυτη ακυβερνησία και μπαχαλοποίηση του συστήματος και πλήττοντας την αξιοπιστία της Αυτοδιοίκησης. Ακόμα και για ήσσονος σημασίας θέματα ο κάθε δήμαρχος και ο κάθε περιφερειάρχης θα είναι υποχρεωμένος πλέον να επιζητεί την έγκριση της μειοψηφίας, γεγονός που θα προκαλέσει μετά βεβαιότητος μια πρωτοφανή πολιτική διαπλοκή, καθώς είναι βέβαιο ότι ακόμη και για το πιο απλό θέμα, μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές θα εκβιάζουν όσους δημάρχους και περιφερειάρχες δεν εκλέγονται από την πρώτη Κυριακή για να λαμβάνεται η τελική απόφαση.
Ενδεικτική των παραπάνω και φυσικά πρωτάκουστη, είναι η πρόβλεψη του άρθρου 73 που νομιμοποιεί τις ανεξαρτητοποιήσεις και τις μετακινήσεις δημοτικών συμβούλων και την ένταξή τους σε άλλους συνδυασμούς, καθώς και η δυνατότητα στις δημοτικές παρατάξεις να συνενώνονται μετά τις εκλογές, δημιουργώντας νέες.
Η κουλτούρα όμως συνεργασίας και συναίνεσης που επικαλούνται και ευαγγελίζονται οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν επιβάλλεται με νομοσχέδια και εγκυκλίους, αλλά έρχεται ως αποτέλεσμα πολιτικής ωριμότητας και βαθιάς δημοκρατικής αντίληψης, που όπως γνωρίζουμε δεν έχει αναπτυχθεί μέχρι τώρα στη χώρα μας.
Αλλωστε, το γεγονός ότι το νομοσχέδιο ψηφίστηκε επί της αρχής μόνο από 150 βουλευτές, εγείρει από μόνο του ζήτημα κοινοβουλευτικής νομιμοποίησής του και ανοίγει τον δρόμο για την κατάργησή του με επικείμενη πολιτική αλλαγή. Η ζημιά όμως έως τότε θα έχει γίνει. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση που τόσο στήριξε την ελληνική κοινωνία πολλαπλώς τα τελευταία χρόνια με πλήθος κοινωνικών πολιτικών και δράσεων και χωρίς τους ανάλογους πόρους από το κράτος, θα εγκλωβιστεί σε έναν αέναο κύκλο εσωστρέφειας και ακυβερνησίας, στερώντας από τις τοπικές κοινωνίες τη γρήγορη αποτελεσματικότητα που απαιτείται στις σχετικές αποφάσεις.
Προσωπικά, βλέποντας όλο αυτό το χάος που έρχεται, δεν αποδίδω την ψήφιση του Κλεισθένη από την κυβέρνηση απλά και μόνο σε μια ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι σαφές ότι η στόχευση πάει πιο μακριά, είναι υστερόβουλη. Ο,τι δεν μπορούμε να ελέγξουμε, το απορρυθμίζουμε.
Η συγκεκριμένη πολιτική άλλωστε είναι σε εξέλιξη εδώ και καιρό, καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαφημίζει πρωτογενή οικονομικά πλεονάσματα, αλλά για την Αυτοδιοίκηση που «τόσο ενδιαφέρεται και κόπτεται», όχι μόνο δεν τη στηρίζει, αλλά την επιβαρύνει και με άλλες αρμοδιότητες και μάλιστα περικόπτοντας και πόρους (το Μεσοπρόθεσμο 2019-2022 προβλέπει οι αποδιδόμενοι πόροι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση να είναι λιγότεροι κατά 486 εκατ. ευρώ).
Αφού λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε το 2014 –που και το κλίμα ήταν ευνοϊκό για αυτόν –να αποκτήσει ερείσματα στους δήμους και τις περιφέρειες, επιδιώκει μέσω του Κλεισθένη να δώσει φωνή, δύναμη παρέμβασης στους αυτοδιοικητικούς του συνδυασμούς για να δηλώσει «παρών».
Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι υπό τις συνθήκες ακυβερνησίας που θα δημιουργηθούν, μοιραία οι τελικές και οι μεγάλες αποφάσεις θα λαμβάνονται από κάποιον κρατικό αξιωματούχο (αρμόδιο υπουργό, σχετικό γενικό ή ειδικό γραμματέα) με αποτέλεσμα οι τοπικές αυτοδιοικητικές πολιτικές να μην εξυπηρετούνται σύμφωνα με το πρόγραμμα των αιρετών που έχουν επιλέξει οι δημότες, αλλά σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις αποφάσεις του κεντρικού κράτους (κεφάλαιο περί εποπτείας ΟΤΑ).
Είναι σαφές λοιπόν ότι τα κίνητρα της κατάθεσης και της ψήφισης του Κλεισθένη εκτός από μικροπολιτικά είναι και επικίνδυνα, καθώς κτυπάει στα θεμέλια και διαλύει τον θεσμό της Αυτοδιοίκησης, έναν από τους λίγους που έχουν απομείνει και που παρ’ όλες τις αδυναμίες του, έχει πείσει για τη σημασία της ύπαρξής του στις τοπικές κοινωνίες.
Αυτά μόνο στην Ελλάδα της πολιτικής παρακμής μπορούν να συμβούν.
Ο Διονύσης Χατζηδάκης είναι δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου