Σήμερα, 20 Ιουλίου, συμπληρώνονται σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια από την παράνομη εισβολή και κατοχή 38% περίπου του εδάφους της Κύπρου από την Τουρκία (20 Ιουλίου 1974). Η εισβολή αποτέλεσε την κατάληξη μιας ολέθριας πορείας για την Κύπρο που ξεκίνησε σχεδόν ευθύς μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας με ομολογουμένως ευθύνη αρχικώς της ελληνοκυπριακής πλευράς η οποία θέλησε να ανατρέψει ουσιαστικά το συνταγματικό καθεστώς που είχε προκύψει από τις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1960). Ακολούθησε σειρά δραματικών επεισοδίων με θύματα και από τις δύο κοινότητες (ελληνοκυπριακή, τουρκοκυπριακή). Μερίδα της δεξιάς πολιτικής τάξης των Αθηνών συντηρούσε επίσης παρά την ανεξαρτησία της νήσου την επιδίωξη της Ενωσης, της προσάρτησης δηλαδή της Κύπρου στην Ελλάδα. Κατάληξη αυτής της ακραίας επιδίωξης ήταν το πραξικόπημα της χούντας εναντίον του προέδρου Μακαρίου τον Ιούλιο 1974 με στόχο τη δολοφονία του. Πλην όμως ο Μακάριος επιβίωσε και έτσι όλο το σχέδιο κατέρρευσε αλλά αυτό δεν απέτρεψε την Τουρκία, χρησιμοποιώντας το πραξικόπημα ως δικαιολογία, να εισβάλει στρατιωτικά και να οδηγήσει στη διχοτόμηση του νησιού, κατάσταση που προσέλαβε από το 1983 και θεσμική μορφή με την ανακήρυξη του αυτοαποκαλούμενου τουρκοκυπριακού κράτους (Turkish Republic of Northern Cyprus – TRNC) αναγνωριζόμενου μόνο από την Τουρκία. Από το 1974 και ιδιαίτερα μετά το 1977, όταν έγινε αποδεκτή η φόρμουλα της “διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας”, έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος χωρίς αποτέλεσμα. Σε σειρά περιπτώσεων η κύρια ευθύνη για την αποτυχία βαραίνει την τουρκοκυπριακή πλευρά και την Τουρκία. Αλλά και η ελληνοκυπριακή πλευρά (και η Αθήνα) φέρει ουκ ολίγες ευθύνες για το συνεχιζόμενο αδιέξοδο. Πρώτα απ’ όλα η Λευκωσία δεν κατάφερε (ή δεν θέλησε) να χρησιμοποιήσει ευρηματικά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως τον καταλύτη για την επίλυση του προβλήματος. Οι πρωτεργάτες της κυπριακής ένταξης (Κ. Σημίτης, Θ. Πάγκαλος, Γιάννος Κρανιδιώτης, Γ. Βασιλείου, Γλ. Κληρίδης με τους οποίους συνέπραξε ο γράφων) προσέγγιζαν πάντοτε την ένταξη ως τον παράγοντα – καταλύτη για την επίλυση του προβλήματος και τη δημοκρατική σταθεροποίηση της περιοχής. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε. Η ένταξη δεν αξιοποιήθηκε όπως θα ήταν δυνατό για την επίλυση. Διαδοχικές πρωτοβουλίες και σχέδια για λύση κατέληξαν σε μηδενικό αποτέλεσμα. Με πλέον χαρακτηριστικά το Σχέδιο Ανάν (2004) αλλά και το πολύ πρόσφατο (2017) Πλαίσιο Γκουτέρες (από τα ονόματα των γεν. γραμματέων του ΟΗΕ). Και στις δύο περιπτώσεις ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία βρίσκεται στη Λευκωσία (και την Αθήνα). Η ηγεσία αλλά και η κοινωνία της Κύπρου οφείλουν να κατανοήσουν ότι επωφελής λύση (και για τις δύο κοινότητες) έξω από το σχήμα της “διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας” δεν υπάρχει. Η (δήθεν) εναλλακτική λύση “των δύο κρατών” θα νομιμοποιήσει τη διχοτόμηση, θα φέρει την Τουρκία μέσα στη Λευκωσία και θα αποτελέσει διαρκή πηγή αντιπαραθέσεων κ.λπ., κ.λπ. Αυτό που διακινούν ορισμένοι ότι ένα ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος θα μπορούσε να ενταχθεί στην ΕΕ και επομένως τα δύο κράτη να συνυπάρξουν ειρηνικά ως μέλη της Ενωσης είναι μύθος, ευσεβής πόθος. Ουδέποτε, μα ουδέποτε θα δεχθεί η ΕΕ στους κόλπους της ένα ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος.
Επομένως, καθώς διαφαίνεται μια προοπτική επανέναρξης της διαδικασίας επίλυσης (στη βάση του Σχεδίου Γκουτέρες), καλό είναι όλοι οι συντελεστές να εγκαταλείψουν τους μαξιμαλισμούς και να φθάσουν στη λύση (που, αν θελήσουν, είναι εφικτή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα).
Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών