Με τη λήξη του τρίτου Μνημονίου, οι πολίτες που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις συνέπειες της δεκαετούς κρίσης θέτουν προς τις πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τα χρόνια αυτά τα ακόλουθα ερωτήματα. Το πρώτο είναι αν έχουμε υπερβεί την κρίση οριστικά και με ασφάλεια. Αν δηλαδή έχει ολοκληρωθεί το σύνολο των αναγκαίων αλλαγών ώστε η οικονομία να είναι περισσότερο ανθεκτική στο ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης στο μέλλον. Το δεύτερο είναι αν, έπειτα από μια χαμένη δεκαετία, η μετάβαση σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2017 θα έχει συνέχεια ώστε η χώρα να εισέλθει σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι αρνητική. Η λήξη του τρίτου Μνημονίου δεν σηματοδοτεί την ασφαλή υπέρβαση της κρίσης όπως θέλει η κυβερνητική αφήγηση περί «καθαρής» εξόδου που παραβλέπει τις μακροχρόνιες δημοσιονομικές δεσμεύσεις της χώρας. Το κόστος της κρίσης στην Ελλάδα υπήρξε τόσο μεγάλο, έναντι αυτού άλλων χωρών, εξαιτίας της άρνησης ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να συναινέσουν το 2010 στις αναγκαίες αλλαγές. Οσο η χώρα δεν αντιμετωπίζει τις παθογένειες που οδήγησαν στην κατάρρευση του 2009, όσο το πελατειακό κράτος ενισχύεται αντί να αποδυναμώνεται, δεν θα έχουμε οριστική υπέρβαση της κρίσης. Αντίθετα, διατρέχουμε τον κίνδυνο σε περίπτωση νέας κρίσης μελλοντικά να πληρώσουμε ξανά μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Σε ό,τι αφορά το ερώτημα για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, η χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι θα προχωρήσει στις αναγκαίες αλλαγές, θα περάσει σε βιώσιμη ανάπτυξη εφόσον πετύχει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ακόλουθες τέσσερις προκλήσεις.
Η πρώτη είναι, μετά τις εκλογές, η χώρα να διεκδικήσει να επανεξεταστεί προς τα κάτω ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που περιορίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές. Ο νέος δημοσιονομικός χώρος θα χρησιμοποιηθεί για ελάφρυνση φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών.
Η δεύτερη είναι η προσέλκυση περίπου 100 δισ. ευρώ επενδύσεων στα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια, με έμφαση στον εξωστρεφή τομέα της οικονομίας. Ετσι, θα αναπληρωθεί τμήμα του κατεστραμμένου παραγωγικού ιστού και η οικονομία θα μπορεί να αναπτύσσεται με ρυθμό 2%-2,5% ετησίως.
Η τρίτη είναι να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Η επιτυχής ρύθμιση θα ενισχύσει την αξιοπιστία των τραπεζών και θα διευκολύνει την επιστροφή καταθέσεων. Με τη ρευστότητα που θα εξασφαλιστεί θα στηριχτούν πολλές μικρές ή μεσαίου μεγέθους ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που άντεξαν στην κρίση.
Τέλος, η πιο σημαντική πρόκληση είναι η δημιουργία νέου πλούτου να αφορά το σύνολο των πολιτών και όχι τους λίγους. Διαφορετικά η έλλειψη κοινωνικής συνοχής μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια που θα εμποδίσει την προσέλκυση των αναγκαίων επενδύσεων.
Οι παραπάνω προκλήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από μια μονοκομματική ή δικομματική κυβέρνηση. Το Κίνημα Αλλαγής επιμένει ότι μετά τις εκλογές είναι αναγκαίες ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις ώστε να υλοποιηθούν οι αναγκαίες αλλαγές σε θεσμούς, πολιτικό σύστημα και οικονομία. Ετσι μόνο η οικονομία θα μπορεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς της τάξης του 2%-2,5%, θα δημιουργηθούν νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας ώστε να μειωθεί ουσιαστικά η ανεργία, θα διαμορφωθούν προϋποθέσεις επιστροφής όσων υποχρεώθηκαν να φύγουν στο εξωτερικό και θα στηριχτεί το κράτος πρόνοιας που υποχώρησε στα χρόνια της κρίσης. Η παραγωγή νέου πλούτου και η στήριξη όσων χτυπήθηκαν από την κρίση είναι η εγγύηση για την οριστική υπέρβαση της κρίσης και αυτές είναι οι προτεραιότητες του Κινήματος Αλλαγής.
Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι γραμματέας Τομέα Οικονομικών στο Κίνημα Αλλαγής και πρώην υπουργός