Τα προβλήματα της ελληνικής Δικαιοσύνης μπορεί να τα προσεγγίσει κανείς από πολλές και διαφορετικές αφετηρίες. Οι κενές θέσεις δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ο αριθμός των δικαστικών υπαλλήλων που υπολείπεται κατά πολύ των αναγκαίων θέσεων σε συνδυασμό με τις κατά γενική ομολογία τραγικές ελλείψεις σε υποδομές και στην σχεδόν ανύπαρκτη μηχανοργάνωση δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που κρατεί καθηλωμένη την ελληνική Δικαιοσύνη. Και όλα αυτά σε μια εποχή που η λειτουργία του θεσμού και η ταχύτητα στην απονομή δικαίου συνδέονται ευθέως με την ανάπτυξη, αφού ουδείς μπορεί πλέον να παραβλέψει την οικονομική διάσταση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Πριν από λίγo καιρό ολοκληρώθηκε το δημοψήφισμα του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας για την τριχοτόμηση του Πρωτοδικείου της Αθήνας, κυβερνητική εξαγγελία που προσκρούει στο τείχος του νομικού κόσμου της πρωτεύουσας που αντιδρά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ιδιαίτερα μάλιστα, τη στιγμή που στο υπάρχον δικαστικό μέγαρο, τα γνωστά Δικαστήρια στην πρώην Σχολή Ευελπίδων, τα κενά και οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό και τεχνικές υποδομές είναι τόσο μεγάλα που πολλές φορές, όπως επισήμανε σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου ο πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός, ακόμα και τα στοιχειώδη όπως αιρ-κοντίσιον, κόλλες Α4 για φωτοτυπίες και παρουσία γιατρού καλύπτονται όχι από την πολιτεία αλλά από το Ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου.
«ΤΑ ΝΕΑ» ανοίγουν από σήμερα τον φάκελο για τα προβλήματα της Δικαιοσύνης στρέφοντας για πρώτη φορά τους προβολείς της έρευνας σε μεγάλα δικαστήρια της περιφέρειας. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας πρόεδροι μεγάλων δικηγορικών συλλόγων της χώρας καλούνται να καταθέσουν τις δικές τους θέσεις περιγράφοντας αναλυτικά τα προβλήματα της δικαστικής περιφέρειας όπου ασκούν τα καθήκοντά τους. Επιπλέον, οι επικεφαλής των επιστημονικών αυτών συλλόγων καταθέτουν μέσω των «ΝΕΩΝ» τις προτάσεις τους για την επίλυση των καθημερινών αυτών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Προβλημάτων που δεν έχουν να κάνουν μόνο με το θεσμική λειτουργία της Δικαιοσύνης, την οποία οι δικηγόροι υπηρετούν από το δικό τους μετερίζι, αλλά αφορούν άμεσα χιλιάδες πολίτες ανά την Ελλάδα που καθημερινά προσφεύγουν στα δικαστήρια των πόλεων όπου διαμένουν αναζητώντας το δίκιο τους.
Κοινό μυστικό. Και ενώ οι πρόεδροι των τοπικών δικηγορικών συλλόγων αγωνίζονται για την επίλυση των προβλημάτων στις δικές τους δικαστικές περιφέρειες, είναι κοινό μυστικό πως το νούμερο ένα πρόβλημα στην απονομή της δικαιοσύνης είναι η καθυστέρηση στην απονομή της. Πρόσφατα για μία ακόμα φορά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το ελληνικό δικαστικό σύστημα διαπιστώθηκε ότι προχωρά με ρυθμούς χελώνας. Οι μετρήσεις και οι αριθμοί αποτυπώνουν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την παθογένεια του δικαστικού συστήματος.
Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, για να ολοκληρωθεί η δικαστική εκκαθάριση μιας υπόθεσης στην Ελλάδα απαιτούνται κατά μέσον όρο 1.580 ημέρες, δηλαδή περίπου τεσσεράμισι χρόνια. Επίδοση που κατατάσσει τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στα 47 κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν την ίδια χρονική περίοδο ο αντίστοιχος χρόνος διεκπεραίωσης μιας υπόθεσης στη Βουλγαρία υπολογίζεται ότι είναι 564 ημέρες και στην Αλβανία 523.
Και να σκεφτεί κανείς ότι έχουν υπάρξει υποθέσεις, όπως για παράδειγμα κληρονομικών διεκδικήσεων, που για εκδικαστούν οριστικά και αμετάκλητα χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες!
Η εικόνα γίνεται ακόμα δραματικότερη καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική Δικαιοσύνη συγκεντρώνει τη χαμηλότερη βαθμολογία στον βαθμό χρήσης τεχνολογιών της πληροφορίας για τη διαχείριση των υποθέσεων και τη δεύτερη χαμηλότερη βαθμολογία στη χρήση ηλεκτρονικών επικοινωνιών των δικαστηρίων με τους διαδίκους. Η κατάσταση που επικρατεί στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης –γιατί είναι αλήθεια πως η ποιότητα των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο –είναι αποτρεπτική για έναν υποψήφιο επενδυτή, λένε νομικοί επισημαίνοντας το αυτονόητο. Και αυτό γιατί, όπως εξηγούν, η πολυετής δικαστική περιπλάνηση μειώνει τον δείκτη της ασφάλειας δικαίου. Κάθε επενδυτής θέλει να γνωρίζει ότι σε περίπτωση δικαστικής αντιδικίας αυτή θα έχει ολοκληρωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα. Στις περιπτώσεις όμως εκείνες που για την έκδοση μιας κρίσιμης απόφασης απαιτούνται πέντε ή και περισσότερα χρόνια τότε καθίσταται αδύνατος ο επενδυτικός σχεδιασμός και το επενδυτικό ενδιαφέρον χάνεται.
Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης έχει στοιχίσει μάλιστα στη χώρα μας περισσότερα από 8 εκατ. ευρώ καθώς πολλές φορές έχει βρεθεί στη θέση του «απολογούμενου» στο Δικαστήριο του Στρασβούργου για παραβίαση της βασικής διάταξης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που προβλέπει ότι οι δικαστικές εκκρεμότητες θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί σε εύλογο χρόνο. Από το 2012 μάλιστα θεσπίστηκε νόμος που προβλέπει διαδικασία διεκδίκησης αποζημίωσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας για πολίτες που ταλαιπωρούνται από τη Δικαιοσύνη.
Καμία λύση. Και ενώ το πρόβλημα είναι γνωστό και τα τελευταία χρόνια έχουν αναληφθεί πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες, λύση δεν έχει ακόμη βρεθεί. Για τον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, όπως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει, η μάχη για τη βελτίωση του χρόνου έκδοσης των αποφάσεων είναι στις άμεσες προτεραιότητές του. Με τον θεσμό της διαμεσολάβησης που ψηφίστηκε πρόσφατα και που τραβά τον δρόμο του παρά την αντίθετη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αλλά και με την επικείμενη θέσπιση της Δικαστικής Αστυνομίας –πάγιο αίτημα των δικαστικών λειτουργών –επιχειρείται με σύγχρονα πλέον νομοθετικά εργαλεία να δοθεί ώθηση στον απαιτούμενο εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, βασική αναγκαιότητα όπως λένε οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι η αύξηση των οργανικών θέσεων δικαστών, εισαγγελέων και δικαστικών υπαλλήλων, η διεύρυνση των υποδομών, δικαστικές αίθουσες και μηχανοργάνωση, που σε συνδυασμό με την αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων μπορούν να γυρίσουν τον τροχό της ελληνικής Δικαιοσύνης.