Το πιο σίγουρο με τις συναυλίες μέταλ συγκροτημάτων, ειδικά της παλιάς φρουράς, είναι ότι το κοινό τους παραμένει πιστό, αλλά και με ένα δικό του τρόπο, ετερόκλητο: στη χθεσινή εμφάνιση των Judas Priest στη Μαλακάσα λ.χ., μπορούσες να νιώθεις βέβαιος ότι ο κόσμος θα είναι επαρκής (περίπου 15.000 σύμφωνα με τη διοργάνωση) και την ίδια στιγμή, ότι θα έφερε ακμή ή φαλάκρα, θα σκόπευε να επιστρέψει σπίτι ή να κοιμηθεί στο (φέτος κάπως ζωηρότερο) κάμπινγκ της διοργάνωσης, θα μιλούσε ελληνικά ή γερμανικά και προφανώς, θα φορούσε εκείνα τα τριμμένα μπλουζάκια με τις στάμπες περιθωριακών ή δημοφιλών σχημάτων.
Μια ματιά στα τελευταία πάντως, δεν άφηνε αμφιβολίες: οι περισσότεροι ήταν εδώ για να ακούσουν αυτούς που η Ιστορία (σύμφωνοι, κι ένα τραγούδι τους) ανακήρυξε «θεούς του μέταλ».
Οι δύο σκηνές του Terra Vibe ήταν διαρρυθμισμένες ελαφρώς διαφορετικά, όμως λίγο πριν από τις 10.30 κι αφού στο μεταξύ είχαν προηγηθεί οι Saxon, Accept, Sabaton (αλλά κι οι Foray Between Ocean, Nullo Zero και Jacks Full) ο λαός αδημονούσε μπροστά από εκείνη με το σταυροειδές λογότυπο του μεγάλου ονόματος της βραδιάς.
Κι όταν από τα ηχεία ακούστηκαν οι πρώτες λεβέντικες συγχορδίες του «War Pigs» των Black Sabbath, των έτερων «ιδρυτών πατέρων» του σκληρού ήχου, τα αίματα είχαν ήδη ανάψει: ο μπροστάρης των Priest, ο ένας και μοναδικός Ρομπ Χάλφορντ, βγήκε με ένα glam, ασημί σακάκι και στο πρώτο του, οπερετικό ουρλιαχτό, που έδωσε το σήμα για το «Firepower», από τον ομώνυμο, τελευταίο δίσκο της μπάντας, επικράτησε πανδαιμόνιο.
Στο «Sinner», μια ουρανομήκης κραυγή από το κοινό τον χαρακτήρισε «άρχοντα». Στο «The Ripper», δεν ήξερες αν το πιο ανατριχιαστικό ήταν οι τσιρίδες του (που παρά το περασμένο της ηλικίας απαιτούσαν ακόμα μια απόσταση από το μικρόφωνο) ή οι κοφτερές δισολίες του νεοπροσληφθέντος κιθαριστικού διδύμου των Ρίτσι Φόκνερ και Aντι Σνιπ.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι αράδες, δεν ήταν βέβαιο αν ο Γκλεν Τίπτον, ο αλλοτινός θρυλικός κιθαρίστας της μπάντας, που προ μηνών διαγνώσθηκε με Πάρκινσον και αποσύρθηκε από τα συναυλιακά του καθήκοντα, θα ανέβαινε, όπως συνηθίζει στην περιοδεία του «Firepower», έστω για λίγο στη σκηνή του Rockwave, για να παίξει παρέα με τα άλλα γεροντοπαλίκαρα (τον στιβαρό Ιαν Χιλ στο μπάσο και τον παιχνιδιάρη Σκοτ Τράβις στα ντραμς), κομματάρες όπως τα «Victim of Changes» και «Breaking the Law». Τους έχουν δυστυχώς τέτοιους περιορισμούς οι δημοσιογραφικές προθεσμίες –το θέμα μας όμως δεν είναι αυτό.
Το θέμα είναι ότι ακόμα και από δεκάδες μέτρα μακριά, με ή χωρίς τον Τίπτον, οι Judas Priest, παίζοντας το «Saints in Hell» ή το «Tyrant», ακούγονταν πιο θαρραλέοι από ποτέ. Ισως έκαιγαν από εκείνο το καύσιμο που περιέγραφε λίγες βδομάδες νωρίτερα σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Ιαν Χιλ. «Συνεχίζουμε επειδή το αγαπάμε, πάντα αυτός ήταν ο λόγος», έλεγε.
«Δεν χρειάζεται να το κάνουμε για την εταιρεία -έχει ήδη βγάλει αρκετά λεφτά από εμάς. Αν δεν αρέσεις στους φαν, δεν έρχονται στις συναυλίες κι εσύ παίρνεις στο μήνυμα. Εκείνοι είναι η καλύτερη “αγορά”».