Υπάρχει μια αόρατη κλωστή που δένει συμβολικά τους θεατές μιας θεατρικής παράστασης. Ανεξαρτήτως ηλικίας, επαγγέλματος, κοινωνικής ή οικονομικής τάξης, μορφωτικού επιπέδου, στυλ και τρόπου ζωής. Βρέθηκαν εκεί για να δουν το συγκεκριμένο έργο με τους συγκεκριμένους ηθοποιούς. Εστω και αν ο καθένας πήγε για διαφορετικό λόγο. Για μία, δύο, δυόμισι ώρες γίνονται ένα «σώμα» που πάλλεται στους ρυθμούς της παράστασης. Αλλωστε, με κάποιον τρόπο, αυτό εικονογραφείται. Στην ουρά που περιμένουν για να μπουν, στο χειροκρότημα του τέλους. Διότι και το θέατρο, όπως και η μουσική, μπορεί να γίνει η κοντινότερη απόσταση μεταξύ των ανθρώπων.
Αυτό το ένιωσα πιο έντονα, ή μάλλον πιο παραστατικά, εφέτος, στην Πειραιώς 260, όπου φιλοξενούνται παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο χώρος ανάμεσα στα κτίρια θυμίζει αυλή. Μεγάλη εσωτερική αυλή, παλιάς, λαϊκής πολυκατοικίας που, από μόνη της, αποτελεί ένα είδος μικρής κοινωνίας. (Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν η αυλή στο «10» του Καραγάτση). Η ώρα που αρχίζουν να μαζεύονται οι θεατές, γύρω στις οκτώμισι, είναι η ωραιότερη ώρα του αττικού ουρανού, ειδικά τις μεγάλες, καλοκαιρινές μέρες. Με το που διασχίζεις την καγκελόπορτα νιώθεις αυτήν τη συνάφεια με τους γύρω σου να σε τυλίγει σαν ελαφρύ, καλοκαιρινό ζακετάκι. Το χιπστεράκι με τη βερμούδα και το σακίδιο και η ηθοποιός του «εμπορικού» με τα πανύψηλα τακούνια και το μακρύ φόρεμα, για τις επόμενες λίγες ώρες θα είναι η συντροφιά σου. Τα μεγάλα, χρωματιστά πουφ που ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος φρόντισε εφέτος να υπάρχουν στον χώρο, δίνουν μια νότα αισθητικής seventies και εντείνουν την ατμόσφαιρα της μεγάλης παρέας. Ο ίδιος άλλωστε διάλεξε και την παρακείμενη καντίνα ώστε να ταιριάζει με το βιομηχανικό ντιζάιν των κτιρίων. Η διακριτική μυρωδιά της τσίκνας από τα λουκάνικα ξυπνά μνήμες γειτονιάς, πανηγυριού, γηπέδου. Και καλλιεργεί ακόμη περισσότερο την εγγύτητα. Στα τραπεζάκια απέναντι, η διεύθυνση του Φεστιβάλ «τραπεζώνει» τους συντελεστές μιας παραγωγής μετά την πρώτη ή την τελευταία παράσταση. Αλλά, εφόσον υπάρχουν άδειες θέσεις, παρέες θεατών μπορούν να καθίσουν εκεί –αντί να τρέχουν να προλάβουν ανοιχτές ταβέρνες –για να αναλύσουν το έργο. Και καθώς το εισιτήριο σου το κόβουν στην είσοδο των κτιρίων, μπορείς να πας να πιεις την μπίρα σου και χωρίς να πρόκειται να δεις παράσταση. Να ζήσεις από κoντά αυτήν τη γιορτή του θεάτρου.
Οι πολλές όψεις της μνήμης
«Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος/ στον Πόρο/ τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα/ τσιγάρα να καίνε σαν κεριά/ γύρω γύρω στα τραπέζια/ τσιγάρα πάνω στις καρέκλες/ τσιγάρα παντού/ κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε./ Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος/ τα μάτια του να καίνε./ –Πώς από τον Πόρο, Ανδρέα;/ εσύ πάντα πήγαινες στην Ανδρο./ –Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα/ στην Υδρα, γιατί στον Πόρο;/ Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο/ το φοβερό γέλιο του·/ πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια/ ένα σύννεφο σπουργίτια/ πέρα απ’ τον θάνατό του». Είναι ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη που το έγραψε όταν, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Εμπειρίκου, βρέθηκε στον Πόρο και, μπαίνοντας σε ένα κατάστημα, η πωλήτρια του είπε: «Γεια σας κύριε Εμπειρίκο. Πώς από τον Πόρο;».
Προσοχή, ο σκύλος διψάει
(Ζωγράφος, σκηνογράφος)
Τι δεν θέλωνα συμβαίνει
Δεν μου αρέσει που τα παλιά υπέροχα κτίρια της Αθήνας καταρρέουν εγκαταλελειμμένα. Και το ενδιαφέρον μας γι’ αυτά εκδηλώνεται αναδρομικά, όταν τα βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες. Στη γωνία Μητροπόλεως και Υπατίας υπάρχει ένα εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικής όπου μας πήγαινε ο Παύλος Μυλωνάς, δάσκαλός μου στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εχει καταντήσει πλέον ένα θλιβερό ερείπιο. Ξέρω ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν νομικές ή άλλου τύπου πρακτικές δυσκολίες. Είμαι όμως σίγουρος πως αν εκδηλωθεί το ενδιαφέρον του κόσμου θα βρεθούν λύσεις.