Στο πρώτο μισό του βιβλίου του «Αρκούδες που χορεύουν: αληθινές ιστορίες ανθρώπων που νοσταλγούν τη ζωή υπό τυραννία», ο πολυβραβευμένος πολωνός δημοσιογράφος Βίτολντ Ζαμπλόφσκι ασχολείται με αρκούδες που ανέκτησαν την ελευθερία τους. Πήγε στην Μπελίτσα της Nοτιοδυτικής Βουλγαρίας, όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο καταφύγιο τέτοιων αρκούδων της Ευρώπης. Μίλησε με τους ανθρώπους της οργάνωσης Four Paws, που εδώ και 30 χρόνια απελευθερώνουν αρκούδες από τσίρκα και ιδιώτες στην Kεντρική και Nοτιοανατολική Ευρώπη. Και συνειδητοποίησε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που έχει η στέρηση της ελευθερίας.
Οι αρκούδες είχαν χάσει τα φυσικά τους ένστικτα, δεν ήξεραν πώς να πέσουν σε χειμερία νάρκη, πώς να αναζητήσουν φαγητό, να προσελκύσουν ένα ταίρι ή ακόμη και να κινηθούν ελεύθερα. Επρεπε να τα μάθουν όλα από την αρχή, και σταδιακά, για να μην πάθουν σοκ. Μερικές αρκούδες μάλιστα είχαν τόσο μολυνθεί από τη νοοτροπία του αιχμαλώτου, που για χρόνια με το που έβλεπαν έναν άνθρωπο άρχιζαν να χορεύουν.
Ο Ζαμπλόφσκι έμαθε για την ύπαρξη του πάρκου, ενός «ασυνήθιστου εργαστηρίου ερευνών για την ελευθερία», από έναν βούλγαρο δημοσιογράφο. Και ακούγοντάς τον, συνειδητοποίησε ότι ζούσε κι ο ίδιος σε ένα ανάλογο εργαστήριο. Από τότε που ξεκίνησε στην Πολωνία και τις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες η μετάβαση από τον «σοσιαλισμό» στη δημοκρατία, οι πολίτες έπρεπε να μάθουν από την αρχή πώς να τρώνε, να κοιμούνται, να κάνουν έρωτα –γιατί στο προηγούμενο καθεστώς το κράτος έχωνε πάντα τη μύτη του στα πιάτα τους, στα κρεβάτια τους, στην ιδιωτική τους ζωή.
Στο δεύτερο μισό του βιβλίου, έτσι, τη θέση των αρκούδων την παίρνουν οι άνθρωποι. Για εκατομμύρια από αυτούς, το τέλος του κομμουνισμού σήμανε και το τέλος της εγγυημένης εργασίας. Συνεταιρισμοί κατέρρευσαν, εργοστάσια έκλεισαν, κι όποιοι μπορούσαν χρησιμοποίησαν τις νέες ευρωπαϊκές τους ελευθερίες για να δουλέψουν στο εξωτερικό ως καθαρίστριες, υδραυλικοί, εργάτες σε φυτείες ή ταξιτζήδες. Κανείς δεν ήθελε πια να δουλέψει τη γη, ακόμη κι όταν το κράτος τού έδινε μερικά στρέμματα καλλιεργήσιμων εδαφών. Δεκαετίες αναγκαστικής εργασίας για το κράτος είχαν σκοτώσει κάθε επιθυμία να εργαστούν για τον εαυτό τους. Οπως και οι αρκούδες, είχαν χάσει το κυνηγετικό τους ένστικτο. Και οι περισσότεροι –ακόμη και νέοι –νοσταλγούν την παλιά, χρυσή εποχή.
Το βιβλίο τελειώνει απροσδόκητα στην Αθήνα των Αγανακτισμένων, της ανεργίας, του αντιγερμανισμού και των αντιεξουσιαστών των Εξαρχείων, που θέλουν να καταργήσουν τον καπιταλισμό και να ξεκινήσουν «μια επανάσταση που θα αλλάξει ολόκληρο τον κόσμο». Εδώ, ο Ζαμπλόφσκι μοιάζει να το χάνει λίγο. Μπορεί να μας συνδέει με την Aνατολική Ευρώπη μια νοσταλγία για εποχές τεχνητής ευδαιμονίας, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι διαφορετικά. Σε ό,τι αφορά δε τη συμπεριφορά μας και τις πολιτικές μας επιλογές, δεν έχουμε ασφαλώς το ελαφρυντικό της απελευθερωμένης αρκούδας.