«Πρώτη προτεραιότητα του σχεδίου μας είναι η δημιουργία δουλειών μέσα απ’ την προσέλκυση επενδύσεων. Μέσα από ένα τσουνάμι ιδιωτικών επενδύσεων και εισροής κεφαλαίων στη χώρα» έχει πει ο κ. Μητσοτάκης. «Εάν με οποιονδήποτε τρόπο» συνέχισε «υπάρχει υπεραπόδοση άνω του στόχου 3,5% είτε μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε μείωση στόχων, δική μου δέσμευση είναι ότι όποιος δημοσιονομικός χώρος δημιουργηθεί θα κατευθυνθεί κατά 80% στη μείωση φόρων και των εισφορών και κατά 20% μόνο στην αύξηση των δαπανών με απόλυτη έμφαση στις κοινωνικές δαπάνες για τους πιο αδύναμους, δηλαδή το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Πόσο διαφορετική κατεύθυνση είναι αυτή από τις προνοιακές πολιτικές της κυβέρνησης ή την απόφασή της, μέσα στο 2019, να «γίνουν» φοροελαφρύνσεις 750 εκατ; Διάφορες ιδέες συμπυκνώνουν το οικονομικό πρόγραμμα το οποίο διηγείται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα:
«Συνταξιούχοι άλλων χωρών να αγοράζουν ακίνητα στην Ελλάδα, μείωση γραφειοκρατίας η οποία σχετίζεται με τη μεταβίβαση ακινήτων, έκπτωση 40% για ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων με έκπτωση φόρου κ.λπ.». Ηδη εφαρμοζόμενες πολιτικές δηλαδή. Η διήγηση του κ. Μητσοτάκη τον περασμένο Απρίλιο, πάνω στο «άλλο» οικονομικό πρόγραμμα της ΝΔ, για την «άλλη» χώρα, σε αντιδιαστολή με την «καταστροφική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ», δεν συγκροτεί κάτι δομημένο και επαρκές. Σενάριο αναδιαπραγμάτευσης με μείωση πλεονασμάτων «γιατί είμαστε καλύτεροι και πιο αξιόπιστοι». Πόσο αυτό το εξαντλημένο έργο – «Ζάππειο» της επαναδιαπραγμάτευσης και του καλύτερου παιδιού, θα χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα της πλήρους αδυναμίας να προταθεί απ’ την αντιπολίτευση κάτι δομημένο και λειτουργικό που να αποτελέσει τον άλλο δρόμο. Το αντιπολιτευτικό «άλλο» είναι εξαιρετικά πληκτικό και προβλέψιμο «ίδιο». Πού πάσχει η χώρα; Σε πολλά. Δεν μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη των καταπιεσμένων παραγωγικών δυνάμεων, γιατί π.χ. η διοικητική ασφυξία και ο μικρός πολιτικός χρόνος σε σχέση με τον τεράστιο διοικητικό χρόνο δημιουργούν μια εσωτερική παράλυση. Ο υπουργός ως προϊστάμενος θα έχει πολύ μικρότερο χρόνο, απ’ τον οποιονδήποτε υπάλληλο ή διευθυντή υπηρεσίας του υπουργείου του. Επομένως οι χρόνοι πολιτικής παραγωγής, όντες διαφορετικοί απ’ τους χρόνους διοικητικής διεκπεραίωσης, έχουν δομικό πρόβλημα. Αυτό το προφανές ελάττωμα που θα μπορούσε να λυθεί με μόνιμους γενικούς γραμματείς υπουργείων, εκλεγμένους σε καθεστώς διαύγειας ΑΣΕΠ (το αποπειράται η κυβέρνηση και φυσικά το υπονομεύει η αντιπολίτευση), επειδή προϋποθέτει μια μίνιμουμ διακομματική συμφωνία, τορπιλίζεται. «Οταν έρθουμε θα τους διώξουμε». Μα είναι προφανές όταν ο κάθε υπουργός δεν είναι δυνατόν να παράγει στρατηγικά, αφού αυτοσχεδιάζει για δύο χρόνια κατά μέσο όρο, ερήμην και ανεξάρτητα απ’ το προγενέστερο έργο και κυρίως με ορίζοντα την επόμενη εκλογική του δοκιμασία.
Οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες δεν σχεδιάζουν μακροπρόθεσμη πολιτική π.χ. απορριμμάτων, ακριβώς γιατί είναι μακροπρόθεσμη, μάλλον αόρατη στον πολίτη, άρα μη αποδοτική πολιτικά. Εάν τα προγράμματα των κομμάτων δεν ήταν πρωτόλειες εκθέσεις ιδεών, θα είχαν βαθύτερο χρόνο, θα δέσμευαν το κυβερνητικό στέλεχος και θα είχαν συμβολαιακή λειτουργία. Αλλά οι εκλογές είναι κάτι σαν κυνοδρομίες και ο προγραμματικός λόγος κάτι σαν editorial.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων