Ενα μυστήριο πράγμα, ποτέ δεν θυμόμαστε οδωνύμια στις γειτονιές που μεγαλώσαμε. Δεν λες π.χ. οδός Ναρκίσσων, Λουκή Ακρίτα, Ανδρέου Μεταξά, Βίτσι Γράμμου. Λες δίπλα στο Πέτρινο, πίσω απ’ την Παλιά Αγορά, απέναντι απ’ την Ιόνιο Σχολή, στου παππού και της γιαγιάς κοντά το δασάκι, στο ρέμα στον θείο Γιώργο. Λες στης κυρίας Μαρίας με τον γιο της τον συνομήλικό μου Γιωργάκη που πέθανε 18 χρονών –ακόμα τον θυμάμαι να παίζουμε στα μωσαϊκά της παλιάς κουζίνας. Λες στης κυρίας Γωγούλας με τη γελαστή φωνή, λες κοντά στις πασχαλιές που άνθιζαν και…
Φεύγω απ’ το θέμα, είναι κι η ζέστη.
Καμιά φορά οδηγοί, χαμένοι μέσα στη δαιδαλώδη μας κηπούπολη, σταματούν για οδηγίες –τις πιο πολλές φορές προς την εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης όπου παντρευοβαφτίζεται όλος ο wannabe «καλός» κόσμος. Εκεί βαφτίστηκα κι εγώ, πολύ πριν την εισβολή των νεόπλουτων στο προάστιό μας και…
Φεύγω από το θέμα, είναι κι η ζέστη.
Που λες, αν οι οδηγοί μού ζητήσουν οδό κι αριθμό, αδύνατον να τους καθοδηγήσω. Εχω άλλα ορόσημα εγώ για πυξίδα. Το ερειπωμένο δημοτικό σχολείο, το διώροφο της Ερσίλιας, το κομμωτήριο της κυρίας Μαίρης, το σπίτι που φοβόμουνα γιατί το τό ‘χα για στοιχειωμένο, του Πικιώνη την Παιδική Χαρά. Για να μη χαθώ, πρέπει να έχω μια εικόνα, μια μνήμη, ένα δάκρυ, ένα χτες, έναν φίλο που έφυγε πρώτος, ένα σκουριασμένο ποδήλατο, μια μουριά, μια πικροδάφνη. Μόνο έτσι μπορώ να καθοδηγήσω τον οδηγό που πλανιέται απελπισμένος στον λαβύρινθο της Φιλοθέης.
Φεύγω από το θέμα, είναι κι η ζέστη.
Πέθανε που λες το περίπτερο. Εφυγε πλήρες ημερών το κίτρινο κιόσκι δίπλα στην Αβάνα το σινεμά, μη με ρωτάτε οδό να χαρείτε, το GPS μου εμένα είναι οι μνήμες μου. Ετσι βαδίζω, έτσι χάνομαι, έτσι ξαναβρίσκω τον δρόμο μου. Το πεθαμένο περίπτερο είχε του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά κρεμασμένα στα μανταλάκια του: λιχουδιές, πολύχρωμα περιοδικά, τσιγάρα, γυαλιά, παιχνίδια, εφημερίδες και γκοφρέτες με τα «101 σκυλιά της Δαλματίας». Πολύ τους ζήλευα τους περιπτεράδες, νόμιζα πως τρώνε όσα παγωτά θέλουν, πίνουν Λουξ πορτοκαλάδες και διαβάζουν φωτορομάντζα στον «Θησαυρό».
Φεύγω απ’ το θέμα, είναι κι η ζέστη.
Πέθανε πάει. Τα είδε όλα και κουράστηκε. Είδε ανθρώπους και πρόσωπα και πράγματα και γεγονότα, είδε ιστορίες και έρωτες που θα κρατούσαν «για πάντα» κι έσβησαν το επόμενο λεπτό, είδε βάσανα κι αρρώστιες και ραβασάκια ν’ αλλάζουν χέρια, είδε και πελάτες μόνιμους πάντα την ίδια ώρα, πάντα η ίδια εφημερίδα, πάντα η ίδια «καλημέρα». Μέχρι που απόκαμε πια. Κι αποκοιμήθηκε.
Ποτέ δεν έμαθα πώς έλεγαν την κυρία που είχε το συγκεκριμένο περίπτερο. Βρισκόταν βλέπεις στη λεωφόρο Κηφισίας, λίγο έξω απ’ τα σύνορα της γειτονιά μας. Εμείς τους δικούς μας περιπτεράδες τούς ξέραμε καλά. Τον κυρ Μιχάλη στο Δημοτικό Σχολείο, τον κύριο Γιώργο στην πλατεία Παλαμά –το καλοκαίρι έβγαζε τραπεζάκια έξω με σουβλάκι και μπιρίτσα –και τον κύριο Φώτη αργότερα με τη χρυσωπή Μερσεντές. Λυπάμαι που δεν έμαθα ποτέ το όνομα της κυρίας δίπλα στην Αβάνα. Εμαθα πως αποσύρθηκε πια για να χαρεί τα εγγόνια της. Να είναι πάντα καλή και γερή η γλυκιά μου.
Ασχετο, στο σινεμά της Αβάνας ίδρωσα για να ανέβω μέχρι την ταράτσα που είναι το θερινό. Ή τα σκαλιά πληθύνανε ή εγώ μεγάλωσα. Μάλλον τα σκαλιά φταίνε. Να δω τι παίζει σήμερα το Σινέ Φιλοθέη, έχουν και ωραίο χοτ ντογκ εκεί και…
Φεύγω απ’ το θέμα, είναι κι η θλίψη.