1983. Είναι απόγευμα, στην οδό Λήδρας, στη Λευκωσία. Η πρώτη μέρα των καλοκαιριών μου διακοπών. Λίγες ώρες πριν έχω φτάσει ασυνόδευτο με τις Κυπριακές Αερογραμμές, κουρεμένη για να αντέξω το καλοκαίρι και απαιτώ βόλτα. Έχω ξεφύγει από τα χέρια του παππού μου και τρέχω στο Μακρύδρομο (Λήδρας), κατευθείαν στο φυλάκιο. Είναι η πρώτη φορά που θυμάμαι την προσευχή του Χότζα, σαν όνειρο από την άλλη πλευρά της πόλης. Και την έχω συνδυάσει τόσο έντονα με τους ήχους της καμπάνας μιας εκκλησίας, που έτυχε να χτυπά την ίδια ώρα. Είμαι δύο χρονών και βρίσκομαι μπροστά σε ένα χαμογελαστό φαντάρο, που έχει κατέβει για τσιγάρο και με παραδίδει στην έξαλλη γιαγιά μου. «Αγάπη μου να προσέχεις. Δεν περνάμε την γραμμή. Θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι», μου λέει και με πιάνει από το χέρι, να με απομακρύνει.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θυμάμαι από τόσο μικρή. Ίσως γιατί το άκουσα σε διάφορες παραλλαγές μεγαλώνοντας. Στα 18 η παραίνεση άλλαξε λίγο: «προσέξτε το βράδυ μην πιείτε και περάσετε κατά λάθος με το αυτοκίνητο στα τούρκικα». Για να φτάσουμε στο 2003, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα: «Θα μείνεις στα κατεχόμενα στη Μίνε και τον Αμπντουλάχ το βράδυ να μην ανησυχώ;». Αλήθεια πόσο άλλαξαν τα πράγματα και πόσο ίδια έμειναν…
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι σήμερα, το πιο δύσκολο πράγμα είναι η βόλτα στη Λήδρας. Πόσο κοντός μου φαινόταν πάντα αυτός ο «Μακρύδρομος»… Και τότε που σταματούσε στο οδόγραγμα και σήμερα που πρέπει να δειξω την ταυτότητα μου για να περάσω στην «απέναντι πλευρά».
Η Λευκωσία είναι μια πόλη γεμάτη αδιέξοδα. Πλημμυρισμένη από STOP/DUR. Για να θυμίζουν τα άπειρα αδιέξοδα της πολιτικής στο Κυπριακό εδώ και 70 χρόνια…
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 έδωσε ανάσα στον κόσμο και θύμησε πώς είναι να ζούμε όλοι μαζί.
Ουρές τα αυτοκίνητα για να περάσεις στην αρχή. Λίγα τα περάσματα. Μεγάλη η συγκίνηση. Κάποιοι έψαχναν φίλους που είχαν να δουν 30 χρόνια. Άλλοι χτυπούσαν το κουδούνι του σπιτιού τους και προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τους. Να μην γονατίσουν. Κάποιες πόρτες ανοίγουν με ευχαρίστηση και συνοδεύονται με αγκαλιές, άλμπουμ, βιβλία, στέφανα και αναμνήσεις που έχουν φυλαχτεί με ευλάβεια. «Κι εγώ πρόσφυγας είμαι από την Πάφο, από τη Λεμεσό… Μήπως ξέρεις τον Αντρέα, το Χρήστο, μέναμε δίπλα δίπλα. Μας βοήθησαν στο πραξικόπημα. Χαθήκαμε στην εισβολή»… Συνομιλίες που επαναλαμβάνονται σε κάθε γειτονιά και σε κάθε συνάντηση.
Υπάρχουν και αυτοί που έχουν κρατήσει τα σπίτια ακριβώς όπως τα βρήκαν. Ακόμα και τις φωτογραφίες στη θέση τους. «εμείς εδώ είμαστε φιλοξενούμενοι. Όταν φύγουν οι τούρκοι θα πάμε σπίτι μας και θα έρθουν οι εδώ οι ιδιοκτήτες του σπιτιού», λένε τουρκοκύπριοι πρόσφυγες προσθέτοντας, ότι αυτοί είναι σε χειρότερη θέση, γιατί ζουν την κατοχή κάθε μέρα. «Από τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα μπορέσαμε να δούμε φίλους, να πάμε σπίτι μας, γνωρίσαμε αυτούς που μένουμε στο δικό τους σπίτι. Γίναμε φίλοι . Κάτσαμε πάλι στο ίδιο τραπέζι και φάγαμε το ίδιο ψωμί», λέει ο Νιεζί.
Οι τουρκοκύπριοι – και κυρίως οι προοδευτικοί άνθρωποι – 44 χρόνια μετά μιλούν για προσπάθεια πλήρους αφομοίωσης τους μέσω του εποικισμού από την Τουρκία. Καταγγέλλουν προσπάθεια άλωσης τους μέσα από τον ισλαμισμό που προωθεί το καθεστώς Ερντογάν, αλλαγή του τρόπου ζωής τους και οικονομική εξόντωση όσων δεν συμφωνούν. Οι τουρκοκύπριοι εξαφανίζονται δηλώνουν και υπογραμμίζουν ότι αν δεν βρεθεί λύση η μετανάστευση είναι ο μοναδικός δρόμος για κάποιους από αυτούς. Άλλωστε δεν είναι η ρπώτη φορά, αρκετοί τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο μετά την εισβολή και το ίδιο σκέφτονται και σήμερα 30αρηδες που δεν συναινούν στα τετελεσμένα που επιχειρεί να επιβάλλει η κατοχή.
Η γιαγιά Εμινέ, 90 χρονών σήμερα, θυμάται την εισβολή και τα πρώτα χρόνια της κατοχής με δάκρυα στα μάτια. «Δεν έβγαινα από το σπίτι μου. Εγώ μιλούσα μόνο ελληνικά και τότε μας το απαγόρευαν. Μας έβαζαν πρόστιμο. Έτσι κι εγώ κλείστηκα εδώ»…
Τουρκοκύπριοι που αρνήθηκαν να πολεμήσουν στην εισβολή έχουν επανειλημμένα καταγγείλει βασανιστήρια από τους τούρκους στρατιώτες, βιασμούς συγγενικών τους προσώπων ενώ τελικά για να σωθούν πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές.
Ενώ αντίστοιχα στελέχη της ΕΟΚΑ Β’ έχουν πλέον λύσει τη σιωπή τους και μιλούν για αγριότητες και εναντίον ελληνοκυπρίων κατά το πραξικόπημα, με αναφορές σε ομαδικούς τάφους και πτώματα αποκεφαλισμένα.
Ένας τουρκοκύπριος δικηγόρος, μου λέει: Κάνετε ένα λάθος όλοι σας. Δεν υπάρχουν τουρκοκύπριοι και ελληνοκύπριοι, υπάρχουν Κυπραίοι που μιλούν ελληνικά και Κυπραίοι που μιλούν τουρκικά. Και υπάρχω κι εγώ. Που δεν μιλάω καλά τίποτα από τα δύο… Μου έκανε εντύπωση πόσο αγαπούσε τους ελληνοκύπριους αυτός ο άνθρωπος, ιδιαίτερα όταν μου είπαν την ιστορία του… Ήταν μικρό παιδί, όταν ο θείος του σπούδαζε στην Τουρκία, γνωστός αριστερός και πολέμιος του Ντεκτάς. Φοβόταν να γυρίσει στην Κύπρο τόσο για να μη βρεθεί απέναντι στην ΕΟΚΑ Β’ όσο και στην ΤΜΤ. Του τηλεγράφησαν ότι η μητέρα του πεθαίνει. Γύρισε για να τη δει για τελευταία φορά και πήγε στη Μόρφου. Την ώρα που έβγαινε από το καφενείο, τον πυροβόλησαν, άνθρωποι της ΕΟΚΑ Β’. Ο ανηψιός του ήταν μπροστά. Πόση εντύπωση μου έκανε ότι δεν μας μίσησε. Που δεν πέρασε στην άλλη πλευρά. Πόση εντύπωση μου έκανε η αγάπη του για αυτό τον τόπο και η ελπίδα του για επανένωση…
«Εμείς είμαστε χειρότερα. Να μην το ξεχνάτε ποτέ. Εμείς ζούμε την κατοχή», μου λέει ο Απο. Είναι 34 χρονών. Δεν έχει ζήσει ποτέ με ελληνοκύπριους και όμως, ίσως να το θέλει περισσότερο…
Οι αντιδράσεις των τουρκοκυπρίων στην επίσκεψη Ερντογάν, πριν από μερικές μέρες, οι πορείες και το ξυλο πριν από μερικά χρόνια, ίσως για κάποιους να είνα ψιλά γράμματα. Ωστόσο η σημασία τους είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο ορισμένοι νομίζουν.
Κάθε προσφυγικό σπίτι στην Κύπρο, όσο πλούσιο ή φτωχό και να είναι, σε όποια πλευρά της πράσινης γραμμής και να είναι , ζει με μια ευχή: «και του χρόνου σπίτι μας».
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και η διέλευση, δεν είναι ντροπή. Είναι η απόδειξη του ότι ζούμε μαζί. Όπως ζούσαμε και τότε. Και η ανάγκη για λύση είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Γιατί απλά σε λίγα χρόνια θα είναι αδύνατη… Και η διχοτόμηση θα έρθει όταν θα συμβιβαστούμε με τα τετελεσμένα της κατοχής, αποδεχόμενοι ότι το Κυπριακό «λύθηκε» το 1974…