Γκρινιάζουν πολλοί συχνά για την ποιότητα και τους στόχους της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά η πρόσφατη εκδοτική παραγωγή έχει να επιδείξει, πέρα από τον μεγάλο αριθμό τίτλων, και βιβλία με συγκροτημένο περιεχόμενο που φροντίζουν εκ παραλλήλου για την επεξεργασία της λογοτεχνικής μορφής.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ προτείνει δέκα ελληνικά μυθιστορήματα που αξίζει τον κόπο να διαβαστούν στον ήλιο ή στη σκιά, ενώ το ερχόμενο Σάββατο ακολουθεί αντίστοιχη πρόταση με δέκα μεταφράσεις ξένων μυθιστορημάτων.
Με τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (Μεταίχμιο) ο Αλέξης Πανσέληνος επιστρέφει στην Αθήνα των παιδικών του χρόνων, μια πόλη που μολονότι εξακολουθεί να βρίσκεται στη μέγγενη του Εμφυλίου, προσπαθεί απεγνωσμένα να ατενίσει την ελπίδα, πλέκοντας το ατομικό και το συλλογικό στην προοπτική ενός ριζικά καινούργιου κόσμου. Η δράση επικεντρώνεται στην τριετία 1950-1953, αναδεικνύοντας στο προσκήνιο τα πιο διαφορετικά πρόσωπα: οικονομικούς παράγοντες, κόρες πλούσιων οικογενειών, βιομηχάνους, επιχειρηματίες, δικηγόρους, βουλευτές και πρώην κομμουνιστές.
Ένα ταξίδι στον χρόνο επιχειρεί και η Αμάντα Μιχαλοπούλου με το αυτοβιογραφικό «Μπαρόκ» (εκδόσεις Καστανιώτη), όπου οι πρώτες εικόνες του κόσμου που γεννιούνται στον νου και τη φαντασία έρχονται να συναντηθούν με τα πάθη της φιλίας και του έρωτα ή με τις ατέλειωτες οικογενειακές μέριμνες. Κι υπάρχουν ακόμα σε αυτή την αντίστροφη κίνηση των δεικτών του ρολογιού, ο φόβος και ο τρόμος μιας απειλητικής αρρώστιας, οι επαφές και οι σχέσεις με τους γονείς και τους συγγενείς, η παραμονή στην Ελλάδα και τη Γερμανία, οι πολιτικές αναμνήσεις από τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση και η καριέρα στη δημοσιογραφία.
Με τον «Φοίνικα» (εκδόσεις Πατάκη) ο Χ. Α. Χωμενίδης αναλαμβάνει επίσης να ταξιδέψει στον χρόνο με τη διαφορά πως η αναδρομή του δεν έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Το θέμα του είναι το ζεύγος Άγγελου Σικελιανού και Εύας Πάλμερ σε μιαν αφήγηση η οποία με αφετηρία το όραμα των Δελφικών Γιορτών ανακινεί μιαν ολόκληρη τεσσαρακονταετία, κάνοντας λόγο για τις σχέσεις Δύσης και Ανατολής, όπως αντανακλώνται στη νεοελληνική ταυτότητα, αλλά και για το δίπολο του έρωτα και του θανάτου που βασανίζει επί μονίμου βάσεως την ανθρώπινη ύπαρξη.
Με τη «Νυχτερινή ακρόαση» (εκδόσεις Καστανιώτη), η Ευγενία Φακίνου ξεδιπλώνει την αφανή ιστορία μιας γυναίκας: η ιστορία της Ελένης είναι η ιστορία μιας ορφανής (χάνει τους γονείς της σε αυτοκινητικό δυστύχημα) που μετακινείται από μια μίζερη και ανώνυμη πολίχνη της επαρχίας στην Αθήνα για να περάσει το υπόλοιπο του βίου της σε πλήρη απομόνωση. Μοδιστρούλα πρώτα, δίπλα σε δύο δίδυμες αδελφές και κατόπιν σε ένα εργαστήριο επιδιορθώσεων, η πρωταγωνίστρια θα μαραζώσει στην πρωτεύουσα, αλλά κάποια στιγμή θα έρθει σε επαφή, μέσω μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, με τον χαμένο παιδικό της έρωτα. Η Ελένη δεν θα ξεφύγει ποτέ από τον κύκλο της μικροραπτικής της και τις νεανικές της αναμνήσεις αλλά το στοίχημα του έρωτα, έστω και την εσχάτη ώρα, δεν θα αποδιώξει το νόημά του.
Για τον μεσόκοπο Θέμη Αγραφιώτη που πρωταγωνιστεί στη «Σπηλιά» (Άγρα) του Γιάννη Ατζακά, καμιά ελπίδα δεν είναι πια σε θέση να ανθίσει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Θέμης έχει πατήσει τα πενήντα και αναζητεί καταφύγιο σε μια πόλη της Μακεδονίας, αφήνοντας πίσω του τον ενθουσιασμό της εποχής για εύκολο και άμεσο πλουτισμό, τη μανία της υπερκατανάλωσης και την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Πρώτα η ήττα της γενιάς του Εμφυλίου, ύστερα οι σαθρές προσδοκίες των νέων της δεκαετίας του 1960 και στο τέλος η διάψευση της Μεταπολίτευσης ήδη από τη φάση της ακμής της – γιατί η όποια ακμή βασίστηκε σε εξαρχής υπονομευμένα θεμέλια.
Με τον «Κόκκινο σταυρό» (Πόλις), η Μαρία Γαβαλά βάζει στο κέντρο της αφήγησης την Αριάδνη Χόπε που ερευνά το θέμα της σχέσης της τέχνης με τους ψυχικά ασθενείς. Η Αριάδνη στρέφει την προσοχή της στην Μπέρτα-Γκέρντρουντ Φλεκ (1870-1940), που νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρικά ιδρύματα της Γερμανίας και υπήρξε θύμα των ναζιστικών ιατρικών πειραμάτων. Τον βασικό ρόλο εδώ παίζει μια ακουαρέλα όπου απεικονίζεται μια άσπρη γάτα με γαλάζιο περιλαίμιο. Όταν η Ιστορία αναλαμβάνει να εξιστορήσει τα παθήματα του σώματος.
Στον «Θρύλο του Ασλάν Καπλάν» (Άγρα) του Θωμά Κοροβίνη (ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο του «λαϊκό ρομάντζο της φωτιάς του 1917 στη Θεσσαλονίκη») παρακολουθούμε τον μοιραίο έρωτα ανάμεσα σε έναν Τουρκαλβανό, που εκφράζει το πρότυπο της παλληκαριάς και της δικαιοσύνης, και σε μια Ισπανοεβραία, που τραγουδάει σε καφέ αμάν, έχοντας απομακρυνθεί από τη σεφαραδίτικη κοινότητα. Γύρω από τα δύο πρωταγωνιστικά του πρόσωπα ο Κοροβίνης στήνει την τοιχογραφία της καθημερινής ζωής της πόλης, αποτυπώνοντας με έντονα χρώματα τόσο το εμπόριο όσο και τη διασκέδαση.
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας γράφει εδώ και πολλά χρόνια για τις σχέσεις της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία με το πολιτικό καθεστώς πριν αλλά και μετά τον Χότζα. Στη «Σινική μελάνη» (εκδόσεις Πατάκη) πρωταγωνιστεί μια ομάδα νεαρών μειονοτικών από το Αργυρόκαστρο, που πέφτουν στα χέρια της Ασφάλειας και υφίστανται μύρια δεινά για την αντικαθεστωτική τους δράση. Σφιχτή και πυκνή πλοκή (η ζωή σε ορυχεία και στρατόπεδα και οι προσπάθειες απόδρασης ή στρατολόγησης), όπως και ένα σαφές πολιτικό μήνυμα για τη μάχη μεταξύ αυταρχισμού και ελευθερίας.
Στο βιβλίο της «Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου» (Κέδρος) η Λίλα Κονομάρα κάνει λόγο για τα χρόνια της κρίσης μέσα από το μικροσύμπαν ενός φαρμακείου, όπου συναντιούνται ένας πατέρας και τα δυο παιδιά του. Με τρεις διαφορετικούς αφηγητές, που αντιστοιχούν στα τρία μέλη της οικογένειας, η συγγραφέας μιλάει για την Αθήνα και την Ευρώπη σε έναν κόσμο όπου τα πάντα μοιάζουν υπό αίρεση και η οποιαδήποτε πιθανότητα (όσο μακρινή κι αν φαντάζει) μπορεί να μετατραπεί σε πραγματική απειλή.
Η κεντρική ηρωίδα στην «Ψιλή κυριότητα» (Απόπειρα) της Ειρήνης Σταματοπούλου αποφασίζει να ταξιδέψει με τον σύντροφό της στην Ευρώπη και βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπη με διάφορα ερωτήματα, όπως το τι συμβαίνει αν κάποιος προσπαθήσει να σφετεριστεί τη ζωή μας ή πώς πρέπει να ενεργήσουμε όταν η ωριμότητα επιβάλλει αποφάσεις για τις οποίες δεν είμαστε σίγουροι. Ένα μυθιστόρημα για τις διαπροσωπικές σχέσεις με προσεκτικά πλασμένους χαρακτήρες.